Greek Vocabulary
Click on letter: GT-Google Translate; GD-Google Define; H-Collins; L-Longman; M-Macmillan; O-Oxford; © or C-Cambridge

GT GD C H L M O
a

GT GD C H L M O
ability /əˈbɪl.ɪ.ti/ = NOUN: ικανότητα, δυνατότητα, επιδεξιότητα, ευφυία; USER: ικανότητα, δυνατότητα, ικανότητά, την ικανότητα, την ικανότητά

GT GD C H L M O
able /ˈeɪ.bl̩/ = ADJECTIVE: ικανός, δυνάμενος, αρμόδιος, άξιος, όποιος μπορεί να, όποιος καταφέρνει, όποιος κατορθώνει, όποιος είναι στη θέση να; USER: ικανός, θέση, σε θέση, μπορούν, μπορεί

GT GD C H L M O
about /əˈbaʊt/ = ADVERB: περίπου, γύρω, κοντά, κατά προσέγγιση, ολόγυρα, παντού, πλησίον; PREPOSITION: για, σχετικά με, περί, γύρω από, επάνω; USER: περίπου, για, σχετικά με, σχετικά, για το

GT GD C H L M O
achieve /əˈtʃiːv/ /əˈtʃiːv/ = VERB: κατορθώνω, επιτελώ, επιτυχαίνω; USER: επίτευξη, επιτύχουν, επιτευχθεί, την επίτευξη, επιτύχει

GT GD C H L M O
achieved /əˈtʃiːv/ = VERB: κατορθώνω, επιτελώ, επιτυχαίνω; USER: επιτευχθεί, επιτυγχάνεται, επιτυγχάνονται, επιτευχθούν, επιτεύχθηκε

GT GD C H L M O
across /əˈkrɒs/ = ADVERB: απέναντι, πέραν, εγκαρσίως; PREPOSITION: διά μέσου; USER: απέναντι, πέραν, όλη, σε όλη, ολόκληρη

GT GD C H L M O
actions /ˈæk.ʃən/ = NOUN: δράση, ενέργεια, αγωγή, πράξη, λειτουργία, μάχη, επήρεια; USER: δράσεις, ενέργειες, δράσεων, ενεργειών, τις δράσεις

GT GD C H L M O
actually /ˈæk.tʃu.ə.li/ = ADVERB: πράγματι, πραγματικά; USER: πραγματικά, πράγματι, πραγματικότητα, στην πραγματικότητα, όντως, όντως

GT GD C H L M O
add /æd/ = VERB: προσθέτω, αθροίζω; USER: προσθήκη, προσθέσετε, προσθέστε, προσθέσει, πρόσθεσε, πρόσθεσε

GT GD C H L M O
adept /əˈdept/ = ADJECTIVE: έμπειρος, ειδήμων, πεπειραμένος; USER: έμπειρος, έμπειροι, ειδήμονες, ικανοί, μύστης

GT GD C H L M O
affect /əˈfekt/ = VERB: επηρεάζω, επιδρώ, προσβάλλω, προσποιούμαι, επιτηδεύομαι; USER: επηρεάζουν, επηρεάσουν, επηρεάζει, επηρεάσει, να επηρεάσει

GT GD C H L M O
again /əˈɡenst/ = ADVERB: πάλι, ξανά, εκ νέου; USER: πάλι, ξανά, εκ νέου, και πάλι, φορά, φορά

GT GD C H L M O
age /eɪdʒ/ = NOUN: ηλικία, εποχή; VERB: γηράσκω, γερνώ, παλαιώνω; USER: ηλικία, εποχή, ηλικίας, την ηλικία, ετών

GT GD C H L M O
agent /ˈeɪ.dʒənt/ = NOUN: μέσο, παράγων, πράκτορας, αντιπρόσωπος, συντελεστής, αγών, πράκτωρας; ADJECTIVE: αίτιος; USER: πράκτορας, παράγων, μέσο, αντιπρόσωπος, παράγοντα

GT GD C H L M O
agriculture /ˈagriˌkəlCHər/ = NOUN: γεωργία, γεωπονία; USER: γεωργία, γεωργίας, τη γεωργία, της γεωργίας, τομέα της γεωργίας

GT GD C H L M O
aims /eɪm/ = NOUN: σκοπός; VERB: σκοπεύω, σημαδεύω; USER: στοχεύει, αποβλέπει, Στόχος, αποσκοπεί, στόχο

GT GD C H L M O
alive /əˈlaɪv/ = ADJECTIVE: ζωντανός, ζων; USER: ζωντανός, ζωντανή, ζωντανό, ζωή, ζωντανοί

GT GD C H L M O
all /ɔːl/ = ADJECTIVE: όλα, όλες, όλοι, όλη, όλο, όλος, πας, απάντες; NOUN: το όλο; ADVERB: όλως; USER: όλα, όλες, όλοι, όλη, όλο, όλο

GT GD C H L M O
allow /əˈlaʊ/ = VERB: επιτρέπω, παραδέχομαι, παραχωρώ, δέχομαι, χορηγώ, καταλογίζω, αφήνω στο περιθώριο; USER: επιτρέπουν, επιτρέπει, επιτρέψει, να επιτρέψει, επιτρέψουν

GT GD C H L M O
allows /əˈlaʊ/ = VERB: επιτρέπω, παραδέχομαι, παραχωρώ, δέχομαι, χορηγώ, καταλογίζω, αφήνω στο περιθώριο; USER: επιτρέπει, επιτρέπει την, επιτρέπει στους, επιτρέπει σε, σας επιτρέπει

GT GD C H L M O
already /ɔːlˈred.i/ = ADVERB: ήδη, από τώρα; USER: ήδη, έχουν ήδη, που έχουν ήδη, έχει ήδη, που ήδη, που ήδη

GT GD C H L M O
also /ˈɔːl.səʊ/ = ADVERB: επίσης, επί πλέον; USER: επίσης, και, επίσης να, επίσης να

GT GD C H L M O
amazing /əˈmeɪ.zɪŋ/ = ADJECTIVE: καταπληκτικός; USER: καταπληκτικός, καταπληκτική, καταπληκτικό, εκπληκτικό, εκπληκτική

GT GD C H L M O
amazingly /əˈmeɪ.zɪŋ/ = ADVERB: καταπληκτικά; USER: καταπληκτικά, εκπληκτικά, απίστευτα

GT GD C H L M O
among /əˈmʌŋ/ = PREPOSITION: αναμεταξύ; USER: μεταξύ, μεταξύ των, ανάμεσα, ανάμεσα σε, στους, στους

GT GD C H L M O
an /ən/ = ARTICLE: ένα, μια, ένας; USER: ένα, μια, ένας, μία, η

GT GD C H L M O
analyzed /ˈæn.əl.aɪz/ = VERB: αναλύω; USER: αναλύονται, αναλύθηκαν, αναλυθούν, ανέλυσε, αναλυθεί

GT GD C H L M O
anchors /ˈæŋ.kər/ = NOUN: άγκυρα; USER: άγκυρες, αγκύρια, αγκυρίων, αγκυρών, αγκυρώσεις

GT GD C H L M O
ancient /ˈeɪn.ʃənt/ = ADJECTIVE: αρχαίος, παλαιός; USER: αρχαίος, αρχαία, αρχαίας, αρχαίο, αρχαίων

GT GD C H L M O
and /ænd/ = CONJUNCTION: και; USER: και, και την, και να, και της, και των, και των

GT GD C H L M O
android /ˈæn.drɔɪd/ = USER: android, το Android, ανδροειδών, αρρενωπό, ανδροειδές

GT GD C H L M O
androids /ˈæn.drɔɪd/ = USER: ανδροειδή, androids, ανδροειδών, τα ανδροειδή, androids τις

GT GD C H L M O
animating /ˈæn.ɪ.mət/ = VERB: εμψυχώνω, ζωογονώ; USER: εμψύχωση, κινητοποιήσεως, animating, αναβοσβήνουν, ζωογόνο,

GT GD C H L M O
animation /ˌæn.ɪˈmeɪ.ʃən/ = NOUN: εμψύχωση, αναζωογόνηση, ζωηρότητα; USER: εμψύχωση, animation, κινούμενα σχέδια, κινουμένων σχεδίων, κίνηση

GT GD C H L M O
any /ˈen.i/ = PRONOUN: κάθε, καθόλου, όποιος, πας; USER: κάθε, οποιαδήποτε, οποιοδήποτε, τυχόν, οποιασδήποτε, οποιασδήποτε

GT GD C H L M O
anybody /ˈen.iˌbɒd.i/ = PRONOUN: οποιοσδήποτε, οιοσδήποτε; USER: οποιοσδήποτε, κανέναν, κανείς, κάποιος, οποιονδήποτε

GT GD C H L M O
applause /əˈplɔːz/ = NOUN: χειροκροτήματα, επιδοκιμασία, επευφημία; USER: χειροκροτήματα, χειροκρότημα, επιδοκιμασία

GT GD C H L M O
applications /ˌæp.lɪˈkeɪ.ʃən/ = NOUN: εφαρμογή, αίτηση, επίθεση, επίθεμα, επίδοση; USER: εφαρμογές, αιτήσεις, εφαρμογών, αιτήσεων, οι αιτήσεις

GT GD C H L M O
approach /əˈprəʊtʃ/ = NOUN: προσέγγιση; VERB: πλησιάζω; USER: προσέγγιση, προσέγγισης, προσέγγιση που, την προσέγγιση, προσέγγιση της

GT GD C H L M O
appropriate /əˈprəʊ.pri.ət/ = ADJECTIVE: κατάλληλος; VERB: προορίζω, σφετερίζομαι; USER: κατάλληλος, κατάλληλη, κατάλληλα, κατάλληλο, κατάλληλες

GT GD C H L M O
are /ɑːr/ = NOUN: εκτάριο; VERB: ενικό και πλυθιντικό του είναι; USER: είναι, Δεν, έχουν, τα, οι, οι

GT GD C H L M O
arrival /əˈraɪ.vəl/ = NOUN: άφιξη, φθάσιμο, κατάληξη σε ένα συμπέρασμα, άλευση; USER: άφιξη, άφιξης, την άφιξη, άφιξή, την άφιξή

GT GD C H L M O
art /ɑːt/ = NOUN: τέχνη; USER: τέχνη, τέχνης, Art, άρθ, τεχνική

GT GD C H L M O
artificial /ˌɑː.tɪˈfɪʃ.əl/ = ADJECTIVE: τεχνητός; USER: τεχνητός, τεχνητή, τεχνητό, τεχνητά, τεχνητές

GT GD C H L M O
artistic /ɑːˈtɪs.tɪk/ = ADJECTIVE: καλλιτεχνικός; USER: καλλιτεχνικός, καλλιτεχνική, καλλιτεχνικής, καλλιτεχνικό, καλλιτεχνικές

GT GD C H L M O
artistry /ˈɑː.tɪ.stri/ = NOUN: καλλιτεχνία, καλαισθησία; USER: καλλιτεχνία, τέχνη, μεράκι, τέχνης, καλλιτεχνίας

GT GD C H L M O
arts /ɑːt/ = NOUN: τέχνη; USER: τέχνες, τεχνών, Arts, τέχνης

GT GD C H L M O
as /əz/ = CONJUNCTION: ως, καθώς, επειδή; USER: ως, καθώς, όπως, και, και

GT GD C H L M O
assemble /əˈsem.bl̩/ = NOUN: προσβολή, βίαιη επίθεση, επίθεσις; VERB: προσβάλλω; USER: συναρμολόγηση, συγκεντρώνουν, συγκεντρώσει, συγκεντρώσουν, συγκεντρωθούν

GT GD C H L M O
at /ət/ = PREPOSITION: στο, κατά, στη, στον, εις, εν; NOUN: παπάκι; USER: στο, κατά, στη, στον, σε, σε

GT GD C H L M O
audio /ˈɔː.di.əʊ/ = USER: audio, ήχου, ήχο, ήχος, ακουστικά

GT GD C H L M O
awakening /əˈweɪ.kən.ɪŋ/ = NOUN: αφύπνιση; USER: αφύπνιση, ξύπνημα, αφύπνισης, αφύπνησης

GT GD C H L M O
awards /əˈwɔːd/ = NOUN: βραβείο, επιδίκαση; VERB: απονέμω, επιδικάζω; USER: Βραβεία, τα βραβεία, Διακρίσεις, βραβείων, Choice Τα

GT GD C H L M O
babies /ˈbeɪ.bi/ = NOUN: μωρό, βρέφος, νήπιο; USER: μωρά, τα μωρά, βρέφη, μωρά που, μωρών

GT GD C H L M O
back /bæk/ = ADVERB: πίσω, οπίσω, όπισθεν; NOUN: πλάτη, βάθος, νώτα, κώλος; VERB: υποστηρίζω, οπισθοχωρώ; USER: πίσω, πλάτη, back, πίσω μέρος, επιστροφή, επιστροφή

GT GD C H L M O
background /ˈbæk.ɡraʊnd/ = NOUN: φόντο, βάθος; USER: φόντο, υπόβαθρο, παρασκήνιο, φόντου, πλαίσιο

GT GD C H L M O
based /-beɪst/ = VERB: βασίζω, στηρίζω, εδράζω, τοποθετώ σε βάση; USER: βάση, βασίζονται, με βάση, βασίζεται, βάσει

GT GD C H L M O
basic /ˈbeɪ.sɪk/ = ADJECTIVE: βασικός, θεμελιώδης; USER: βασικός, βασικές, βασικού, βασική, βασικών

GT GD C H L M O
basically /ˈbeɪ.sɪ.kəl.i/ = ADVERB: βασικά, βασικώς; USER: βασικά, ουσιαστικά, βάση, κατά βάση, κυρίως

GT GD C H L M O
basis /ˈbeɪ.sɪs/ = NOUN: βάση, αρχή; USER: βάση, βάσει, βάσης, βάσεις, με βάση

GT GD C H L M O
be /biː/ = USER: be-, be, είναι, υπάρχω, γίνομαι; USER: είναι, να, να είναι, ήταν, θα, θα

GT GD C H L M O
because /bɪˈkəz/ = CONJUNCTION: επειδή, διότι; USER: επειδή, διότι, λόγω, γιατί, γιατί

GT GD C H L M O
become /bɪˈkʌm/ = VERB: γίνομαι, πάω, καθίσταμαι, αποβαίνω, καταλήγω, αρμόζω; USER: να γίνει, γίνει, γίνονται, γίνουν, καταστεί, καταστεί

GT GD C H L M O
becomes /bɪˈkʌm/ = VERB: γίνομαι, πάω, καθίσταμαι, αποβαίνω, καταλήγω, αρμόζω; USER: γίνεται, καθίσταται, γίνει, καταστεί, μετατρέπεται

GT GD C H L M O
becoming /bɪˈkʌm.ɪŋ/ = ADJECTIVE: ταιριαστός, θελκτικός; USER: να γίνει, γίνει, όλο και, γίνεται, όλο

GT GD C H L M O
been /biːn/ = USER: ήταν, έχουν, έχει, υπήρξε, πάει, πάει

GT GD C H L M O
being /ˈbiː.ɪŋ/ = NOUN: ύπαρξη, ο, ζωή, ουσία, υπόσταση; USER: ύπαρξη, είναι, να, να είναι, που είναι, που είναι

GT GD C H L M O
believe /bɪˈliːv/ = VERB: πιστεύω; USER: πιστεύω, πιστεύουν, ότι, πιστεύουμε, πιστεύει, πιστεύει

GT GD C H L M O
best /best/ = ADJECTIVE: καλύτερος, κάλλιστα, άριστος, κάλλιστος; VERB: υπερτερώ, νικώ; USER: καλύτερος, καλύτερο, καλύτερα, καλύτερες, καλύτερη, καλύτερη

GT GD C H L M O
better /ˈbet.ər/ = ADVERB: καλύτερα, προτιμότερο; ADJECTIVE: καλύτερος, μεγαλύτερος, καταλληλότερος; VERB: καλυτερεύω, βελτιώνω; NOUN: αυτός που στοιχηματίζει; USER: καλύτερα, καλύτερος, καλύτερη, καλύτερο, καλύτερες

GT GD C H L M O
between /bɪˈtwiːn/ = PREPOSITION: μεταξύ, ανάμεσα; ADVERB: μεταξύ δύο, στο ενδιάμεσο, εν τω μεταξύ; USER: μεταξύ, ανάμεσα, μεταξύ των, μεταξύ της, μεταξύ του, μεταξύ του

GT GD C H L M O
beyond /biˈjɒnd/ = PREPOSITION: πέρα; ADVERB: πέραν, πέρα, υπεράνω, αργότερα; NOUN: υπερπέραν; USER: πέρα, πέραν, πέρα από, μετά, εκτός

GT GD C H L M O
big /bɪɡ/ = ADJECTIVE: μεγάλος, μεγαλόσωμος, μέγας, αξιόλογος, χονδρός; USER: μεγάλος, μεγάλο, μεγάλη, μεγάλες, μεγάλα

GT GD C H L M O
bigger /bɪɡ/ = ADJECTIVE: μεγαλύτερος; USER: μεγαλύτερος, μεγαλύτερο, μεγαλύτερη, μεγαλύτερες, μεγαλύτερα

GT GD C H L M O
biped /ˈbaɪ.ped/ = ADJECTIVE: δίποδας; NOUN: δίποδο ζώο; USER: δίποδας, δίποδο ζώο, δίποδο, δίποδα, δίποδος

GT GD C H L M O
bit /bɪt/ = NOUN: κομμάτι, τρυπάνι, μικρό τεμάχιο, ψίχουλο, αιχμή εργαλείου, δυάδικο ψηφίο; VERB: χαλιναγωγώ; USER: κομμάτι, bit, λίγο, κάπως, μπιτ

GT GD C H L M O
blade /bleɪd/ = NOUN: λεπίδα, πτερύγιο, ξίφος, λογχοειδές φύλλο, παλάμη κουπίου, λεβεντόπαιδο; USER: λεπίδα, πτερύγιο, λεπίδας, blade, λάμα

GT GD C H L M O
blocks /blɒk/ = NOUN: εμπόδιο, φραγμός, κώλυμα, πολυκατοικία, κορμός, οικοδομικό τετράγωνο, μεγάλο τούβλο, βάθρο, τροχαλία; VERB: εμποδίζω, κωλύω, φράσσω, παρεμποδίζω, φορμάρω; USER: μπλοκ, τετράγωνα, τεμάχια, τμήματα, τμημάτων

GT GD C H L M O
bodies /ˈbɒd.i/ = NOUN: σώμα; USER: φορείς, οργανισμούς, φορέων, όργανα, σώματα

GT GD C H L M O
body /ˈbɒd.i/ = NOUN: σώμα; USER: σώμα, σώματος, το σώμα, οργανισμό, οργανισμός, οργανισμός

GT GD C H L M O
bond /bɒnd/ = NOUN: δεσμός, ομολογία, εγγυητής; VERB: θέτω υπό εγγύηση, υποθηκεύω; USER: δεσμός, ομολογία, ομολόγων, δεσμό, δεσμού

GT GD C H L M O
born /bɔːn/ = ADJECTIVE: γεννημένος; VERB: γεννώ; USER: γεννημένος, γεννήθηκε, γεννηθεί, γεννήθηκαν, γεννιούνται

GT GD C H L M O
both /bəʊθ/ = PRONOUN: και οι δύο, αμφοτέροι; USER: και οι δύο, τόσο, δύο, και, οι δύο

GT GD C H L M O
brain /breɪn/ = NOUN: εγκέφαλος, μυαλό; USER: εγκέφαλος, μυαλό, εγκεφάλου, εγκέφαλο, του εγκεφάλου

GT GD C H L M O
brains /breɪn/ = NOUN: εγκέφαλος, μυαλό; USER: εγκεφάλους, εγκέφαλοι, μυαλά, εγκέφαλο, μυαλό

GT GD C H L M O
breakthroughs /ˈbreɪk.θruː/ = NOUN: ρήγμα; USER: ανακαλύψεις, ανακαλύψεων, καινοτομίες, άλματα, επιτεύγματα

GT GD C H L M O
bridge /brɪdʒ/ = NOUN: γέφυρα, γεφύρωμα; VERB: γεφυρώνω; USER: γέφυρα, Bridge, γέφυρας, γέφυρα του, γεφύρι

GT GD C H L M O
bridges /brɪdʒ/ = NOUN: γέφυρα, γεφύρωμα; VERB: γεφυρώνω; USER: γέφυρες, γεφυρών, γεφύρια

GT GD C H L M O
brilliant /ˈbrɪl.i.ənt/ = ADJECTIVE: λαμπρός, λαμπρότατος, στιλπνότατος; NOUN: διαμάντι, είδος αδαμάντος, αδαμάντας; USER: λαμπρός, λαμπρή, λαμπρό, εξαιρετική, λαμπρά

GT GD C H L M O
brilliants

GT GD C H L M O
bring /brɪŋ/ = VERB: φέρω, φέρνω; USER: φέρω, φέρει, να, θέτουν, να φέρει

GT GD C H L M O
bringing /brɪŋ/ = VERB: φέρω, φέρνω; USER: φέρνοντας, άσκηση, φέρει, να φέρει, φέρνει

GT GD C H L M O
build /bɪld/ = VERB: οικοδομώ, κτίζω; USER: κατασκευή, οικοδομήσουμε, οικοδόμηση, την κατασκευή, οικοδομήσει

GT GD C H L M O
building /ˈbɪl.dɪŋ/ = NOUN: κτίριο, οικοδομή; USER: κτίριο, κτιρίου, κτήριο, οικοδόμηση, κτηρίου

GT GD C H L M O
built /ˌbɪltˈɪn/ = ADJECTIVE: χτίστηκε το; USER: χτισμένο, χτίστηκε, κατασκευαστεί, χτισμένη, κτισμένο

GT GD C H L M O
but /bʌt/ = CONJUNCTION: αλλά, πλην, μόλις; PREPOSITION: εκτός; USER: αλλά, όμως, αλλά και, αλλά η, αλλά η

GT GD C H L M O
by /baɪ/ = PREPOSITION: με, υπό; ADVERB: δίπλα, πλησίον; USER: με, από, κατά, από την, από τον, από τον

GT GD C H L M O
call /kɔːl/ = NOUN: κλήση, πρόσκληση, ζήτηση, επίσκεψη, φωνή, κραυγή, αιτία, συνδιάλεξη; VERB: αποκαλώ, καλώ, ονομάζω, φωνάζω, τηλεφωνώ, επισκέπτομαι; USER: κλήση, πρόσκληση, καλώ, αποκαλώ, call

GT GD C H L M O
called /kɔːl/ = VERB: αποκαλώ, καλώ, ονομάζω, φωνάζω, τηλεφωνώ, επισκέπτομαι; USER: που ονομάζεται, ονομάζεται, καλείται, ονομάζονται, κάλεσε, κάλεσε

GT GD C H L M O
came /keɪm/ = USER: ήρθε, ήρθαν, προήλθε, κατέληξε, τέθηκε

GT GD C H L M O
can /kæn/ = VERB: μπορώ, δύναμαι, κονσερβοποιώ; NOUN: κουτί, κονσέρβα, μεταλλικό δοχείο, κονσερβοκούτι, μπιτόνι, τενεκές; USER: μπορώ, μπορεί, να, μπορεί να, μπορούν

GT GD C H L M O
capabilities /ˌkāpəˈbilitē/ = NOUN: ικανότητα, δυνατότητα, επιδεξιότητα; USER: δυνατότητες, ικανότητες, δυνατοτήτων, ικανοτήτων, τις δυνατότητες

GT GD C H L M O
capability /ˌkāpəˈbilitē/ = NOUN: ικανότητα, δυνατότητα, επιδεξιότητα; USER: ικανότητα, δυνατότητα, ικανότητας, δυνατότητες, την ικανότητα

GT GD C H L M O
capable /ˈkeɪ.pə.bl̩/ = ADJECTIVE: ικανός, άξιος, επιδεκτικός; USER: ικανός, ικανή, ικανό, θέση να, σε θέση να

GT GD C H L M O
care /keər/ = NOUN: φροντίδα, περίθαλψη, προσοχή, έγνοια, σκοτούρα; VERB: φροντίζω, νοιάζομαι; USER: φροντίδα, περίθαλψη, νοιάζονται, νοιάζει, φροντίσει

GT GD C H L M O
carries /ˈkær.i/ = VERB: μεταφέρω, κουβαλώ, κρατώ, βαστάζω, έχω, βαστώ, κατακτώ; USER: μεταφέρει, φέρει, πραγματοποιεί, ασκεί, φέρνει

GT GD C H L M O
catch /kætʃ/ = NOUN: σύλληψη, παγίδα; VERB: συλλαμβάνω, αρπάζω, τσακώνω, αντιλαμβάνομαι; USER: σύλληψη, πιάσει, αλιευμάτων, αλιεύματα, καλύψουν

GT GD C H L M O
categories /ˈkæt.ə.ɡri/ = NOUN: κατηγορία, τάξη; USER: κατηγορίες, κατηγοριών, τις κατηγορίες, κατηγορία

GT GD C H L M O
cells /sel/ = NOUN: κύτταρο, κελί, στοιχείο, κελλίο, πυρήνας, οικίσκος; USER: κύτταρα, κυττάρων, κελιά, τα κύτταρα, κύτταρα του

GT GD C H L M O
ceo /ˌsiː.iːˈəʊ/ = USER: Διευθύνων Σύμβουλος, ceo, Διευθύνων Σύμβουλος της, CEO της, προϊστάμενος υπαλλήλων

GT GD C H L M O
change /tʃeɪndʒ/ = NOUN: αλλαγή, μεταβολή, ρέστα, μετασχηματισμός, μετάπτωση, ψιλά, τροπή, παραλλαγή; VERB: αλλάζω, μεταβάλλω, αλλάσσω, μετασχηματίζω, αλλοιώνω; USER: αλλαγή, μεταβολή, αλλάξετε, αλλάξει, αλλάξουν

GT GD C H L M O
changing /ˈtʃeɪn.dʒɪŋ/ = VERB: αλλάζω, μεταβάλλω, αλλάσσω, μετασχηματίζω, αλλοιώνω; USER: αλλαγή, μεταβαλλόμενες, αλλάζει, την αλλαγή, αλλάζοντας

GT GD C H L M O
character /ˈkær.ɪk.tər/ = NOUN: χαρακτήρας, προσωπικότητα, γράμμα, είδος, φήμη, ήρωας μυθιστορήματος; USER: χαρακτήρας, χαρακτήρα, χαρακτήρων, του χαρακτήρα

GT GD C H L M O
characteristic /ˌkariktəˈristik/ = ADJECTIVE: χαρακτηριστικός; NOUN: χαρακτηριστικό γνώρισμα; USER: χαρακτηριστικός, χαρακτηριστικό γνώρισμα, χαρακτηριστικό, χαρακτηριστική, χαρακτηριστικά

GT GD C H L M O
characters /ˈkær.ɪk.tər/ = NOUN: χαρακτήρας, προσωπικότητα, γράμμα, είδος, φήμη, ήρωας μυθιστορήματος; USER: χαρακτήρες, χαρακτήρων, τους χαρακτήρες, χαρακτήρες που

GT GD C H L M O
civilization /ˌsɪv.əl.aɪˈzeɪ.ʃən/ = NOUN: πολιτισμός, εκπολιτισμός; USER: πολιτισμός, πολιτισμού, πολιτισμό, τον πολιτισμό, του πολιτισμού

GT GD C H L M O
clean /kliːn/ = ADJECTIVE: καθαρός, αλέρωτος, παστρικός; VERB: καθαρίζω, παστρεύω; USER: καθαρίστε, καθαρίσετε, καθαρίζετε, καθαρό, καθαρισμό

GT GD C H L M O
code /kəʊd/ = NOUN: κωδικός, κώδικας, κώδιξ, κρυπτογράφημα; VERB: κρυπτογραφώ; USER: κωδικός, κώδικας, κωδικό, κώδικα, κωδικού

GT GD C H L M O
cognition /kɒɡˈnɪʃ.ən/ = NOUN: γνώση, νόηση, γνώσις; USER: νόηση, γνώση, γνωστική λειτουργία, γνωστική, γνωστικής λειτουργίας

GT GD C H L M O
cognitive /ˈkɒɡ.nɪ.tɪv/ = ADJECTIVE: αντίληπτφς; USER: γνωστική, γνωστικές, γνωστικών, γνωστικής, γνωστικό

GT GD C H L M O
cohesive /kəʊˈhiː.sɪv/ = ADJECTIVE: συνεκτικός; USER: συνεκτικός, συνεκτική, συνεκτικό, συνεκτικής, συνοχή

GT GD C H L M O
collaboration /kəˌlæb.əˈreɪ.ʃən/ = NOUN: συνεργασία, σύμπραξη; USER: συνεργασία, συνεργασίας, τη συνεργασία, της συνεργασίας, σύμπραξη

GT GD C H L M O
come /kʌm/ = VERB: έρχομαι, φθάνω, γίνομαι, παριστάνω; ADJECTIVE: ερχόμενος, προσεχής, μελλοντικός; USER: έλα, έρχονται, έρθει, προέρχονται, έρθουν, έρθουν

GT GD C H L M O
comforting /ˈkʌm.fə.tɪŋ/ = VERB: ανακουφίζω, παρηγορώ, ενθαρρύνω, αναπαύω; USER: παρήγορο, ανακουφίζοντας, παρηγορητικό, ανακουφιστικό, ανακουφίζοντας τα

GT GD C H L M O
common /ˈkɒm.ən/ = ADJECTIVE: κοινός, συνηθισμένος, ομαδικός, πρόστυχος; NOUN: βοσκότοπος; USER: κοινός, κοινή, κοινής, κοινό, κοινών, κοινών

GT GD C H L M O
commoner /ˈkɒm.ən.ər/ = ADJECTIVE: αστός; NOUN: κοινός πολίτης, κοινός θνητός; USER: αστός, κοινός θνητός, κοινός, συχνότερη, πιο συνηθισμένη

GT GD C H L M O
communicate /kəˈmyo͞onəˌkāt/ = VERB: επικοινωνώ, ανακοινώνω, μεταδίδω, συνεννοούμαι, κοινωνώ, μεταβιβάζω; USER: επικοινωνώ, επικοινωνούν, ανακοινώνουν, κοινοποιούν, επικοινωνία

GT GD C H L M O
company /ˈkʌm.pə.ni/ = NOUN: εταιρεία, παρέα, συντροφιά, όμιλος, λόχος, συναναστροφή; USER: εταιρεία, εταιρείας, εταιρία, επιχείρηση, εταιρίας

GT GD C H L M O
compare /kəmˈpeər/ = VERB: συγκρίνω, παρομοιάζω, παραβάλλω, παραλληλίζω, συσχετίζω; USER: συγκρίνω, συγκρίνετε, σύγκριση, κάνετε συγκρίσεις, συγκρίνουν

GT GD C H L M O
compassion /kəmˈpæʃ.ən/ = NOUN: συμπόνια, ευσπλαχνία; USER: συμπόνια, ευσπλαχνία, συμπόνιας, τη συμπόνια, συμπάθεια

GT GD C H L M O
compelling /kəmˈpel.ɪŋ/ = VERB: υποχρεώνω, αναγκάζω, βιάζω, εξωθώ, καταναγκάζω; USER: επιτακτικοί, αναγκάζοντας, συναρπαστικό, επιτακτική, σοβαροί

GT GD C H L M O
complete /kəmˈpliːt/ = ADJECTIVE: πλήρης, ολοκληρωμένος, τέλειος, τελειωμένος, ολικός; VERB: ολοκληρώνω, συμπληρώνω, τελειώνω, αποτελειώνω; USER: πλήρης, ολοκληρωθεί, ολοκληρώσει, ολοκλήρωση, ολοκληρώσετε

GT GD C H L M O
complex /ˈkɒm.pleks/ = NOUN: συγκρότημα, σύμπλεγμα, κόμπλεξ; ADJECTIVE: πολύπλοκος, σύνθετος, σύμπλοκος, πολυσύνθετος; USER: συγκρότημα, σύμπλεγμα, πολύπλοκος, σύνθετος, πολύπλοκες

GT GD C H L M O
complexity /kəmˈplek.sɪ.ti/ = NOUN: περίπλοκο, πολυσύνθετο, περιπλοκή; USER: περίπλοκο, πολυσύνθετο, πολυπλοκότητα, πολυπλοκότητας, την πολυπλοκότητα

GT GD C H L M O
computer /kəmˈpjuː.tər/ = NOUN: ηλεκτρονικός υπολογιστής; USER: ηλεκτρονικός υπολογιστής, υπολογιστή, υπολογιστής, τον υπολογιστή, υπολογιστών

GT GD C H L M O
computing /kəmˈpjuː.tɪŋ/ = NOUN: χρήση υπολογιστή; USER: πληροφορική, computing, υπολογιστών, υπολογιστική, πληροφορικής

GT GD C H L M O
concerted /kənˈsɜː.tɪd/ = ADJECTIVE: συντονισμένος, προσυμπεφωνημένος, προσχεδιασμένος, συμπεφωνημένος; USER: συντονισμένη, εναρμονισμένες, εναρμονισμένη, εναρμονισμένων, συντονισμένες

GT GD C H L M O
consciousness /ˈkɒn.ʃəs.nəs/ = NOUN: συνείδηση, επίγνωση, συναίσθηση, αίσθηση; USER: συνείδηση, συνείδησης, συνείδησή, συνειδητότητα, συνειδητότητας

GT GD C H L M O
consequences /ˈkɒn.sɪ.kwəns/ = NOUN: συνέπεια, επακόλουθο, σημασία, σπουδαιότητα; USER: συνέπειες, επιπτώσεις, συνεπειών, τις συνέπειες, συνέπειές

GT GD C H L M O
consider /kənˈsɪd.ər/ = VERB: θεωρώ, εξετάζω, σκέπτομαι, μελετώ, λαμβάνω υπ' όψιν; USER: σκεφτείτε, θεωρούν, να εξετάσει, εξετάσει, εξετάσουν

GT GD C H L M O
considerably /kənˈsidər(ə)blē,-ˈsidrəblē/ = ADVERB: πολύ, αρκετά, αρκούντως; USER: πολύ, αρκετά, σημαντικά, αισθητά, σημαντική

GT GD C H L M O
contact /ˈkɒn.tækt/ = NOUN: επαφή, γνωριμία; VERB: έρχομαι σε επαφή, συναντώ, έρχομαι εις επαφήν; USER: επαφή, επικοινωνήστε, επικοινωνήσετε, επικοινωνήστε με, επικοινωνήσετε με

GT GD C H L M O
control /kənˈtrəʊl/ = NOUN: έλεγχος, ρύθμιση, εξουσία, διακόπτης; VERB: ελέγχω, ρυθμίζω, εξουσιάζω, συγκρατώ, επαληθεύω; USER: έλεγχο, τον έλεγχο, ελέγχου, ελέγχουν, ελέγχει

GT GD C H L M O
conversation /ˌkɒn.vəˈseɪ.ʃən/ = NOUN: συνομιλία, συζήτηση, κουβέντα, συνδιάλεξη, συνδιάλλαξη; USER: συνομιλία, συζήτηση, κουβέντα, συνομιλίας, συζήτησης, συζήτησης

GT GD C H L M O
conversational /ˌkɒn.vəˈseɪ.ʃən.əl/ = ADJECTIVE: ομιλητικός, καθομιλούμενος, ομιλούμενος; USER: ομιλητικός, συνομιλητικό, συνομιλίας, συνομιλητική, συνδιάλεξης

GT GD C H L M O
conversations /ˌkɒn.vəˈseɪ.ʃən/ = NOUN: συνομιλία, συζήτηση, κουβέντα, συνδιάλεξη, συνδιάλλαξη; USER: συνομιλίες, συζητήσεις, συνομιλιών, τις συνομιλίες, συζητήσεων

GT GD C H L M O
coordinate /kōˈArdənət/ = NOUN: συντεταγμένη; VERB: συντονίζω; ADJECTIVE: ισότιμος, ισοβάθμιος, ισόβαθμος; USER: συντονίζουν, συντονίσουν, συντονίσει, συντονίζει, συντονισμό

GT GD C H L M O
correctly /kəˈrekt/ = ADVERB: σωστά; USER: σωστά, ορθώς, ορθά, σωστή, ορθή

GT GD C H L M O
course /kɔːs/ = NOUN: πορεία, σειρά μαθημάτων, διαδρομή, πέρασμα, δρόμος, φαγητό; VERB: τρέχω, κυνηγώ; USER: πορεία, σειρά μαθημάτων, διαδρομή, φυσικά, διάρκεια

GT GD C H L M O
crafting /krɑːft/ = USER: χειροτεχνίας, crafting, διαμόρφωση

GT GD C H L M O
crazy /ˈkreɪ.zi/ = ADJECTIVE: τρελός, παλαβός; USER: τρελός, τρελό, τρελή, τρελά, τρελοί

GT GD C H L M O
create /kriˈeɪt/ = VERB: δημιουργώ, πλάττω; USER: δημιουργία, δημιουργήσετε, δημιουργούν, τη δημιουργία, δημιουργήσει

GT GD C H L M O
creating /kriˈeɪt/ = VERB: δημιουργώ, πλάττω; USER: δημιουργία, δημιουργώντας, τη δημιουργία, η δημιουργία, δημιουργίας

GT GD C H L M O
creative /kriˈeɪ.tɪv/ = ADJECTIVE: δημιουργικός; NOUN: δημιουργός; USER: δημιουργικός, δημιουργική, δημιουργικό, δημιουργικές, δημιουργικών

GT GD C H L M O
creativity /kriˈeɪ.tɪv/ = USER: δημιουργικότητα, δημιουργικότητας, τη δημιουργικότητα, η δημιουργικότητα, δημιουργικότητά

GT GD C H L M O
critical /ˈkrɪt.ɪ.kəl/ = ADJECTIVE: κρίσιμος, επικριτικός, κριτικός; USER: κρίσιμος, κρίσιμη, κρίσιμο, κρίσιμες, κρίσιμα

GT GD C H L M O
d /əd/ = NOUN: ρε; USER: δ, d, Α, ϋ, ά

GT GD C H L M O
data /ˈdeɪ.tə/ = NOUN: δεδομένα, στοιχεία, στοιχείο, δεδομένο; USER: δεδομένα, στοιχεία, δεδομένων, στοιχείων, τα δεδομένα

GT GD C H L M O
day /deɪ/ = NOUN: ημέρα, μέρα; USER: ημέρα, μέρα, την ημέρα, ημέρας, ημερών, ημερών

GT GD C H L M O
decision /dɪˈsɪʒ.ən/ = NOUN: απόφαση, κρίση; USER: απόφαση, απόφασης, αποφάσεως, αποφάσεων, απόφασή

GT GD C H L M O
deep /diːp/ = ADJECTIVE: βαθύς; USER: βαθύς, βαθιά, βαθύ, βάθος, βαθιές

GT GD C H L M O
defense /dɪˈfens/ = NOUN: άμυνα, άμυνα, υπεράσπιση, υπεράσπιση, προάσπιση, προάσπιση, προστασία, προστασία, περιφρούρηση, περιφρούρηση, συνηγορία, συνηγορία; USER: άμυνα, υπεράσπιση, προάσπιση, άμυνας, αμυντικούς

GT GD C H L M O
design /dɪˈzaɪn/ = NOUN: σχέδιο, γραμμή, σκοπός, σχεδιάγραμμα; VERB: σχεδιάζω; USER: σχέδιο, σχεδιασμό, σχεδιασμού, σχεδιασμός, σχεδίαση

GT GD C H L M O
determine /dɪˈtɜː.mɪn/ = VERB: καθορίζω, προσδιορίζω, υπολογίζω, ορίζω, πείθω; USER: καθοριστεί, καθορίσουν, καθορίσει, καθορίζουν, καθορίζει

GT GD C H L M O
developed /dɪˈvel.əpt/ = ADJECTIVE: αναπτηγμένος; USER: αναπτύχθηκε, αναπτύχθηκαν, αναπτυχθεί, ανεπτυγμένες, αναπτυγμένες, αναπτυγμένες

GT GD C H L M O
developing /dɪˈvel.ə.pɪŋ/ = ADJECTIVE: υπανάπτυκτος; USER: ανάπτυξη, την ανάπτυξη, αναπτυσσόμενων, αναπτυσσόμενες, ανάπτυξης

GT GD C H L M O
dialog = USER: διαλόγου, παράθυρο διαλόγου, παράθυρο, πλαίσιο διαλόγου, διάλογο

GT GD C H L M O
dick /dɪk/ = NOUN: ψωλή, τσουτσούνι, μυστικός αστυφύλακας, φαλλός; USER: ψωλή, Dick, πουλί, πούτσο, τον πούτσο

GT GD C H L M O
died /daɪ/ = VERB: πεθαίνω, αποθνήσκω; USER: έχασαν τη ζωή τους, πέθανε, έχασαν τη ζωή, πέθαναν, πεθάνει, πεθάνει

GT GD C H L M O
difference /ˈdɪf.ər.əns/ = NOUN: διαφορά, διαφωνία; USER: διαφορά, διαφοράς, διαφορές, διαφορετική, διαφορετική

GT GD C H L M O
directions /daɪˈrek.ʃən/ = NOUN: κατεύθυνση, διεύθυνση, σκηνοθεσία; USER: οδηγίες, κατευθύνσεις, τις κατευθύνσεις, τις οδηγίες, Οδηγιών

GT GD C H L M O
disciplines /ˈdɪs.ə.plɪn/ = NOUN: πειθαρχία, γυμνάζω; USER: κλάδους, κλάδων, επιστήμες, ειδικότητες, επιστημονικούς κλάδους

GT GD C H L M O
discussing /dɪˈskʌs/ = VERB: συζητώ; USER: συζητώντας, συζήτηση, συζητάμε, συζητούν, συζητά

GT GD C H L M O
divided /diˈvīd/ = VERB: διαιρώ, χωρίζω, μοιράζω, διανέμω, διχάζω; USER: διαιρείται, χωρίζεται, διαιρούμενο, διαιρεμένο, χωρίζονται

GT GD C H L M O
do /də/ = VERB: κάνω, πράττω, εκτελώ, κάμνω, ποιώ; NOUN: ντο, υποδοχή; USER: κάνω, κάνει, κάνετε, κάνουν, κάνουμε, κάνουμε

GT GD C H L M O
doesn /ˈdʌz.ənt/ = USER: doesn, Δεν έχει

GT GD C H L M O
doing /ˈduː.ɪŋ/ = NOUN: πράξη, έργο; ADJECTIVE: πράττων; USER: πράξη, κάνει, κάνουν, να κάνει, κάνετε, κάνετε

GT GD C H L M O
domain /dəˈmeɪn/ = NOUN: πεδίο ορισμού, κτήση, κυριότητα, κτήματα, διεύθυνση Διαδικτύου; USER: τομέα, τομέας, περιοχή, πεδίο, χώρου

GT GD C H L M O
don /dɒn/ = NOUN: υφηγητής, κύριος; USER: don, Δεν, Δον, Ντον, φορά, φορά

GT GD C H L M O
dream /driːm/ = NOUN: όνειρο; VERB: ονειρεύομαι; USER: όνειρο, ονείρων, όνειρό, το όνειρο, των ονείρων

GT GD C H L M O
earned /ˌhɑːdˈɜːnd/ = ADJECTIVE: κερδηθείς; USER: κέρδισε, κερδίσει, κερδισμένα, κέρδισαν

GT GD C H L M O
effort /ˈef.ət/ = NOUN: προσπάθεια; USER: προσπάθεια, προσπάθειας, προσπάθειες, προσπάθεια για, προσπαθειών

GT GD C H L M O
elastic /ɪˈlæs.tɪk/ = NOUN: ελαστικό; ADJECTIVE: ελαστικός; USER: ελαστικό, ελαστικός, ελαστική, ελαστικά, ελαστικών

GT GD C H L M O
electric /ɪˈlek.trɪk/ = NOUN: ηλεκτρικός; ADJECTIVE: ηλεκτρικός; USER: ηλεκτρικός, ηλεκτρικό, ηλεκτρικά, ηλεκτρική, ηλεκτρικών

GT GD C H L M O
embedded /ɪmˈbed.ɪd/ = VERB: ενθέτω, χώνω μέσα; USER: ενσωματωμένο, ενσωματωμένα, ενσωματωμένες, ενσωματωμένη, ενσωματωμένων

GT GD C H L M O
emergence /ɪˈmɜː.dʒəns/ = NOUN: εμφάνιση; USER: εμφάνιση, ανάδυση, εμφάνισης, ανάδειξη, δημιουργία

GT GD C H L M O
emotional /ɪˈməʊ.ʃən.əl/ = ADJECTIVE: ευαίσθητος, ευσυγκίνητος, συγκινητικός; USER: συναισθηματική, συναισθηματικό, συναισθηματικής, συναισθηματικές, συναισθηματικά

GT GD C H L M O
empathize /ˈempəˌTHīz/ = USER: συμπάσχουν, να συμπάσχουν, empathize, ενσυναίσθηση, συμπάσχουμε,

GT GD C H L M O
empowering /ɪmˈpaʊə.rɪŋ/ = VERB: εξουσιοδοτώ; USER: ενδυνάμωση, εξουσιοδοτήσεως, εξουσιοδότησης, ενδυνάμωση των, την ενδυνάμωση

GT GD C H L M O
energy /ˈen.ə.dʒi/ = NOUN: ενέργεια, ενεργητικότητα, δραστηριότητα; USER: ενέργεια, ενέργειας, ενεργειακής, ενεργειακή, της ενέργειας

GT GD C H L M O
english /ˈɪŋ.ɡlɪʃ/ = ADJECTIVE: αγγλικός; NOUN: Εγγλέζος; USER: english, αγγλικά, αγγλική, Πρώτα αγγλικά, Αγγλικα, Αγγλικα

GT GD C H L M O
enjoyed /ɪnˈdʒɔɪ/ = VERB: απολαμβάνω, χαίρομαι; USER: απολαύσαμε, απολαύσει, απολαμβάνουν, απολάμβανε, απολαύσετε, απολαύσετε

GT GD C H L M O
entertainment /ˌentərˈtānmənt/ = NOUN: ψυχαγωγία, διασκέδαση; USER: ψυχαγωγία, διασκέδαση, ψυχαγωγίας, Entertainment, διασκέδασης, διασκέδασης

GT GD C H L M O
entrepreneur /ˌɒn.trə.prəˈnɜːr/ = USER: επιχειρηματίας, επιχειρηματία, επιχειρηματίες, επιχειρηματιών

GT GD C H L M O
equates /ɪˈkweɪt/ = USER: , ισούται"

GT GD C H L M O
establishes /ɪˈstæb.lɪʃ/ = VERB: ιδρύω, εγκαθιστώ, αποδεικνύω, καθιερώνω; USER: θεσπίζει, καθιερώνει, ορίζει, καθορίζει, προβλέπει

GT GD C H L M O
even /ˈiː.vən/ = ADVERB: ακόμη και, καν, ομοίως; ADJECTIVE: άρτιος, ομαλός, όμοιος; NOUN: επίπεδο, ζυγός αριθμός; USER: ακόμη και, καν, ακόμη, ακόμα, ακόμα και, ακόμα και

GT GD C H L M O
eventually /ɪˈven.tju.əl.i/ = ADVERB: τελικά; USER: τελικά, ενδεχομένως, τελικά να, τελικώς

GT GD C H L M O
evolution /ˌiː.vəˈluː.ʃən/ = NOUN: εξέλιξη; USER: εξέλιξη, εξέλιξης, την εξέλιξη, η εξέλιξη, εξελίξεις

GT GD C H L M O
evolve /ɪˈvɒlv/ = VERB: αναπτύσσω, εκτυλίσσομαι; USER: εξελιχθούν, εξελίσσονται, εξελίσσεται, εξελιχθεί, να εξελιχθεί

GT GD C H L M O
examples /ɪɡˈzɑːm.pl̩/ = NOUN: παράδειγμα; USER: παραδείγματα, παραδειγμάτων, τα παραδείγματα, παραδείγματα που, δείγματα

GT GD C H L M O
exceed /ɪkˈsiːd/ = VERB: υπερβαίνω, υπερβάλλω; USER: υπερβαίνουν, υπερβαίνει, υπερβαίνει το, να υπερβαίνει το, να υπερβαίνει

GT GD C H L M O
exchange /ɪksˈtʃeɪndʒ/ = NOUN: ανταλλαγή, συνάλλαγμα, επικαταλλαγή, χρηματηστήριο; VERB: ανταλλάσσω; USER: ανταλλαγή, ανταλλαγής, συναλλάγματος, την ανταλλαγή, ανταλλαγών

GT GD C H L M O
expect /ɪkˈspekt/ = VERB: αναμένω, προσδοκώ; USER: αναμένω, περιμένετε, αναμένουν, περιμένουμε, περιμένουν

GT GD C H L M O
experiments /ɪkˈsper.ɪ.mənt/ = NOUN: πείραμα; VERB: πειραματίζομαι; USER: πειράματα, πειραμάτων, τα πειράματα, πειράματα που, πειράματα σε

GT GD C H L M O
expression /ɪkˈspreʃ.ən/ = NOUN: έκφραση; USER: έκφραση, έκφρασης, εκφράσεως, την έκφραση, της έκφρασης, της έκφρασης

GT GD C H L M O
expressions /ɪkˈspreʃ.ən/ = NOUN: έκφραση; USER: εκφράσεις, εκφράσεων, εκφράσεις του, έκφρασης, τις εκφράσεις

GT GD C H L M O
expressive /ɪkˈspres.ɪv/ = ADJECTIVE: εκφραστικός; USER: εκφραστικός, εκφραστική, εκφραστικό, εκφραστικά, εκφραστικές

GT GD C H L M O
extremely /ɪkˈstriːm.li/ = ADVERB: επακρώς; USER: εξαιρετικά, είναι εξαιρετικά, πολύ, ιδιαίτερα, άκρως

GT GD C H L M O
eye /aɪ/ = NOUN: μάτι, οφθαλμός; VERB: παρατηρώ; USER: μάτι, ματιών, μάτια, τα μάτια, ματιού

GT GD C H L M O
face /feɪs/ = NOUN: πρόσωπο, όψη, φάτσα, μούτρο; VERB: αντικρύζω, ατενίζω; USER: πρόσωπο, όψη, προσώπου, πρόσωπό, αντιμετωπίζουν, αντιμετωπίζουν

GT GD C H L M O
faces /feɪs/ = NOUN: πρόσωπο, όψη, φάτσα, μούτρο; VERB: αντικρύζω, ατενίζω; USER: πρόσωπα, όψεις, πρόσωπά, αντιμετωπίζει, επιφάνειες

GT GD C H L M O
facial /ˈfeɪ.ʃəl/ = ADJECTIVE: προσώπου; NOUN: μασάζ; USER: προσώπου, του προσώπου, πρόσωπο

GT GD C H L M O
facts /fækt/ = NOUN: γεγονός, δεδομένο; USER: γεγονότα, τα γεγονότα, πραγματικά περιστατικά, περιστατικά, στοιχεία

GT GD C H L M O
fairly /ˈfeə.li/ = ADVERB: αρκετά, δίκαια, αρκούντως; USER: αρκετά, δίκαια, σχετικά, δίκαιη, μάλλον

GT GD C H L M O
fall /fɔːl/ = NOUN: πτώση, φθινόπωρο, άλωση, πέσιμο; VERB: πέφτω; USER: πτώση, εμπίπτουν, πέσει, εμπίπτει, πέφτουν

GT GD C H L M O
family /ˈfæm.əl.i/ = NOUN: οικογένεια, γένος, σόι; USER: οικογένεια, οικογένειας, οικογενειακό, οικογενειακή, οικογένειά

GT GD C H L M O
famous /ˈfeɪ.məs/ = ADJECTIVE: περίφημος, φημισμένος, ονομαστός, περιβόητος; USER: περίφημος, φημισμένος, διάσημο, διάσημη, διάσημα, διάσημα

GT GD C H L M O
fashion /ˈfæʃ.ən/ = NOUN: μόδα, συρμός, τρόπος διαμόρφωσης; VERB: πλατώ; USER: μόδα, μόδας, τρόπο, της μόδας, τη μόδα

GT GD C H L M O
fat /fæt/ = NOUN: λίπος; ADJECTIVE: πάχος, παχύς; USER: λίπος, λίπους, λιπαρά, το λίπος, λιπαρές

GT GD C H L M O
favorable /ˈfāv(ə)rəbəl/ = ADJECTIVE: ευνοϊκός, ευνοϊκός, αίσιος, αίσιος; USER: ευνοϊκός, ευνοϊκή, ευνοϊκές, ευνοϊκό, ευνοϊκών

GT GD C H L M O
feel /fiːl/ = VERB: αισθάνομαι, νιώθω, ψηλαφώ, αγγίζω, πασπατεύω; NOUN: αφή; USER: αισθάνομαι, νιώθω, αισθάνονται, αισθάνεστε, αισθανθείτε, αισθανθείτε

GT GD C H L M O
feeling /ˈfiː.lɪŋ/ = NOUN: αίσθημα, συναίσθημα, αφή; USER: συναίσθημα, αίσθημα, αίσθηση, αισθάνονται, αισθάνεστε, αισθάνεστε

GT GD C H L M O
feelings /ˈfiː.lɪŋ/ = NOUN: αίσθημα, συναίσθημα, αφή; USER: συναισθήματα, αισθήματα, τα συναισθήματα, συναισθημάτων, συναισθήματά

GT GD C H L M O
few /fjuː/ = ADJECTIVE: λίγοι, μερικοί, ολίγοι; USER: λίγοι, μερικοί, λίγα, μερικά, λίγες, λίγες

GT GD C H L M O
fiction /ˈfɪk.ʃən/ = NOUN: μυθιστόρημα, μύθος; USER: μυθιστόρημα, μύθος, φαντασίας, φαντασία, μυθοπλασίας

GT GD C H L M O
fictions /ˈfɪk.ʃən/ = NOUN: μυθιστόρημα, μύθος; USER: μυθοπλασίες, fictions, πλάσματα, φαντασιώσεις, μύθους

GT GD C H L M O
fields /fiːld/ = NOUN: πεδίο, χωράφι, αγρός, φέουδο; USER: πεδία, τομείς, πεδίων, τα πεδία, στους τομείς

GT GD C H L M O
filled /-fɪld/ = VERB: γεμίζω, συμπληρώ, πληρώ; USER: γεμίζουν, γεμάτο, πληρωθεί, συμπληρωθεί, γεμάτη

GT GD C H L M O
find /faɪnd/ = NOUN: εύρημα, ανακάλυψη; VERB: βρίσκω, ευρίσκω; USER: βρείτε, βρίσκουν, βρουν, βρει, να βρείτε, να βρείτε

GT GD C H L M O
fires /faɪər/ = NOUN: φωτιά, πυρκαγιά, πυρ, πυρκαϊά; VERB: πυροβολώ, φλέγω, ανάπτω; USER: πυρκαγιών, πυρκαγιές, τις πυρκαγιές, φωτιές, οι πυρκαγιές

GT GD C H L M O
first /ˈfɜːst/ = ADVERB: πρώτα, first-, first; USER: πρώτα, πρώτος, πρώτη, πρώτο, πρώτοι, πρώτοι

GT GD C H L M O
five /faɪv/ = USER: five-, five; USER: πέντε, από πέντε

GT GD C H L M O
floors /flɔːr/ = NOUN: όροφος, δάπεδο, πάτωμα; VERB: καταρρίπτω, σανιδώ; USER: δάπεδα, πατώματα, ορόφων, ορόφους, όροφοι

GT GD C H L M O
fluid /ˈfluː.ɪd/ = NOUN: υγρό, ρευστό; ADJECTIVE: ρευστός; USER: ρευστό, υγρό, υγρού, ρευστού, υγρών

GT GD C H L M O
fmri = USER: fMRI, μαγνητική τομογραφία

GT GD C H L M O
for /fɔːr/ = PREPOSITION: για, επί, υπέρ, περί, διά, χάριν, εις, ένεκα; CONJUNCTION: διότι; USER: για, για την, για το, για τη, για τις, για τις

GT GD C H L M O
force /fɔːs/ = NOUN: δύναμη, βία, ισχύς, ζόρι; VERB: ζορίζω, βιάζω, φορτσάρω, εξαναγκάζω; USER: αναγκάσει, δύναμη, αναγκάζουν, ισχύει, αναγκάσουν

GT GD C H L M O
form /fɔːm/ = NOUN: μορφή, φόρμα, σχήμα, τύπος, τρόπος, έντυπο υπόδειγμα; VERB: σχηματίζω, διαμορφώνω, συγκροτώ, μορφώ; USER: μορφή, φόρμα, έντυπο, μορφής, υπό μορφή

GT GD C H L M O
former /ˈfɔː.mər/ = ADJECTIVE: πρώην, τέως, προηγούμενος, πρότερος; NOUN: μορφωτής; USER: πρώην, πρώτη, προηγούμενο, πρώτο, προηγούμενη

GT GD C H L M O
foundation /faʊnˈdeɪ.ʃən/ = NOUN: θεμέλιο, ίδρυμα, θεμέλια, θεμελίωση; USER: θεμέλιο, ίδρυμα, θεμέλια, θεμελίωση, Ιδρύματος

GT GD C H L M O
founded /found/ = ADJECTIVE: ιδρύθηκε το; USER: ιδρύθηκε το, ιδρύθηκε, ίδρυσε, στηρίζεται, που ιδρύθηκε

GT GD C H L M O
founder /ˈfaʊn.dər/ = NOUN: ιδρυτής, θεμελιωτής, χύτης; VERB: βυθίζω, καταποντίζομαι; USER: ιδρυτής, ιδρυτή, ο ιδρυτής, τον ιδρυτή, ιδρυτικό

GT GD C H L M O
fractured /ˈfræk.tʃər/ = VERB: θραύω, σπάζω; USER: κάταγμα, σπασμένο, κατάγματος, διασπασμένη, σπασμένα

GT GD C H L M O
frame /freɪm/ = NOUN: πλαίσιο, κορνίζα, σκελετός, κάδρο, σκελετός κατασκευής, σχηματισμός; VERB: σχεδιάζω, σχηματίζω, πλαισιώ, πλαισιώνω, κορνιζάρω, ραδιουργώ, ενοχοποιώ; USER: πλαίσιο, κορνίζα, σκελετός, πλαισίου, καρέ

GT GD C H L M O
friend /frend/ = NOUN: φίλος, φίλη; USER: φίλος, φίλη, φίλο, φίλου, φίλο σας

GT GD C H L M O
friends /frend/ = NOUN: φίλος, φίλη; USER: φίλους, φίλοι, τους φίλους, φίλων, παγκοσμίως, παγκοσμίως

GT GD C H L M O
from /frɒm/ = PREPOSITION: από, εκ, παρά; USER: από, από την, από το, από τις, από τη, από τη

GT GD C H L M O
future /ˈfjuː.tʃər/ = ADJECTIVE: μελλοντικός, μέλλων; NOUN: μέλλοντας, μέλλο; USER: μελλοντικός, μέλλον, μελλοντική, μελλοντικές, μελλοντικών

GT GD C H L M O
general /ˈdʒen.ər.əl/ = ADJECTIVE: γενικός; NOUN: στρατηγός; USER: γενικός, γενική, γενικό, γενικού, γενικές, γενικές

GT GD C H L M O
generational /ˌdʒen.əˈreɪ.ʃən/ = USER: γενεών, των γενεών, γενιά σε γενιά, generational

GT GD C H L M O
genie /ˈdʒiː.ni/ = NOUN: τζίνι, φάντασμα, στοιχείο; USER: τζίνι, Genie, μεγαλοφυία, τζίνι του, μεγαλοφυίας

GT GD C H L M O
genius /ˈdʒiː.ni.əs/ = NOUN: ιδιοφυία, μεγαλοφυία, δαιμόνιο πνεύμα; USER: ιδιοφυία, μεγαλοφυία, ιδιοφυΐα, μεγαλοφυΐα, genius

GT GD C H L M O
get /ɡet/ = VERB: παίρνω, αποκτώ, λαμβάνω, πηγαίνω, κερδίζω, γίνομαι, φθάνω, προμηθεύομαι, επιτυγχάνω, συμμαζεύω; USER: πάρετε, να, πάρει, να πάρει, να πάρετε

GT GD C H L M O
getting /ɡet/ = VERB: παίρνω, αποκτώ, λαμβάνω, πηγαίνω, κερδίζω, γίνομαι, φθάνω, προμηθεύομαι, επιτυγχάνω, συμμαζεύω; USER: να πάρει, πάρει, να, παίρνει, όλο

GT GD C H L M O
give /ɡɪv/ = VERB: δίνω, δίδω; USER: να, δίνουν, δώσει, να δώσει, δώσουν, δώσουν

GT GD C H L M O
glue /ɡluː/ = NOUN: κόλλα; VERB: κολλάω, κολλώ; USER: κόλλα, κόλλας, κόλλα που, κολλήστε

GT GD C H L M O
glued /ɡluː/ = ADJECTIVE: κόλλητος; USER: κολλημένα, κολλημένο, κολλημένες, κολλημένη, κολληθεί

GT GD C H L M O
go /ɡəʊ/ = VERB: πάω, πηγαίνω, υπάγω; USER: πάω, πηγαίνω, πάει, πάτε, πάνε, πάνε

GT GD C H L M O
goal /ɡəʊl/ = NOUN: τέρμα, γκολ, τελικός σκοπός; USER: γκολ, τέρμα, στόχος, στόχο, στόχου

GT GD C H L M O
goals /ɡəʊl/ = NOUN: τέρμα, γκολ, τελικός σκοπός; USER: γκολ, στόχους, στόχων, στόχοι, τους στόχους

GT GD C H L M O
going /ˈɡəʊ.ɪŋ/ = NOUN: μετάβαση, αναχώριση, γυρισμός; ADJECTIVE: πηγαιμός; USER: μετάβαση, πρόκειται, θα, πηγαίνει, συμβαίνει, συμβαίνει

GT GD C H L M O
golden /ˈɡəʊl.dən/ = ADJECTIVE: χρυσαφένιος; USER: χρυσαφένιος, χρυσή, χρυσό, χρυσές, χρυσά

GT GD C H L M O
good /ɡʊd/ = ADJECTIVE: καλός, αγαθός; USER: καλός, καλή, καλό, καλής, καλά, καλά

GT GD C H L M O
got /ɡɒt/ = VERB: παίρνω, αποκτώ, λαμβάνω, πηγαίνω, κερδίζω, γίνομαι, φθάνω, προμηθεύομαι, επιτυγχάνω, συμμαζεύω; USER: πήρε, έχεις, πήρα, πήρε το, πήραν

GT GD C H L M O
greater /ˈɡreɪ.tər/ = USER: μεγαλύτερη, μεγαλύτερης, μεγαλύτερο, μεγαλύτερες, μεγαλύτερος

GT GD C H L M O
groups /ɡruːp/ = NOUN: ομάδα, όμιλος, ομάς, συγκρότημα, σύμπλεγμα, συνομοταξία; VERB: συμπλέκω; USER: ομάδες, ομάδων, των ομάδων, τις ομάδες, ομάδες που

GT GD C H L M O
had /hæd/ = VERB: έχω, λαμβάνω, αναγκάζομαι, κατέχω, γαμώ; USER: είχε, είχαν, έπρεπε, ήταν, έχει, έχει

GT GD C H L M O
happened /ˈhæp.ən/ = VERB: συμβαίνω, τυχαίνω; USER: συνέβη, που συνέβη, συμβεί, έγινε, συνέβησαν, συνέβησαν

GT GD C H L M O
hard /hɑːd/ = ADVERB: σκληρά, δύσκολα, δυνατά; ADJECTIVE: σκληρός, δύσκολος, στρυφνός, χαλεπός, σταθερός, δριμύς; USER: σκληρά, σκληρός, δύσκολα, σκληρό, δύσκολο

GT GD C H L M O
hardware /ˈhɑːd.weər/ = NOUN: σκεύη, σιδηρά εργαλεία, μηχανήματα υπολογιστών; USER: hardware, υλικού, υλικό, το υλικό, του υλικού

GT GD C H L M O
has /hæz/ = VERB: έχω, λαμβάνω, αναγκάζομαι, κατέχω, γαμώ; USER: έχει, διαθέτει, πρέπει, πρέπει

GT GD C H L M O
have /hæv/ = VERB: έχω, λαμβάνω, αναγκάζομαι, κατέχω, γαμώ; USER: έχω, έχουν, έχει, πρέπει, έχετε, έχετε

GT GD C H L M O
having /hæv/ = VERB: έχω, λαμβάνω, αναγκάζομαι, κατέχω, γαμώ; USER: έχοντας, έχει, έχουν, που έχει, με, με

GT GD C H L M O
hawk /hɔːk/ = NOUN: γεράκι, ιέραξ; VERB: ξεροβήχω, πουλάω διαλαλώντας; USER: γεράκι, Hawk, γερακιού, γερακιών

GT GD C H L M O
he /hiː/ = PRONOUN: αυτός; USER: αυτός, που, ότι, ο, θα, θα

GT GD C H L M O
head /hed/ = NOUN: κεφάλι, κεφαλή, αρχηγός; VERB: είμαι επικεφαλής, ηγούμαι, είμαι επί κεφαλής, είμαι αρχηγός; USER: κεφάλι, κεφαλή, επικεφαλής, κεφαλής, το κεφάλι

GT GD C H L M O
heartland /ˈhɑːtland/ = USER: καρδιά, ενδοχώρα, ενδοχώρας, Heartland, πυρήνα,

GT GD C H L M O
heavy /ˈhev.i/ = ADJECTIVE: βαρύς; USER: βαρύς, βαριά, βαρύ, βαρέων, βαρέα

GT GD C H L M O
help /help/ = NOUN: βοήθεια, αρωγή, βοηθός; VERB: βοηθώ; USER: βοήθεια, βοηθήσει, βοηθήσουν, να βοηθήσει, συμβάλει, συμβάλει

GT GD C H L M O
here /hɪər/ = ADVERB: εδώ; USER: εδώ, εδώ για, here, εδώ και, εδώ και κάτω, εδώ και κάτω

GT GD C H L M O
hewitt /hjuː/ = USER: Hewitt, της Hewitt, Χιούιτ, Η Hewitt,

GT GD C H L M O
his /hɪz/ = PRONOUN: του, αυτού, δικός του, ιδικός του, ιδικός του

GT GD C H L M O
historically /spiːk/ = USER: ιστορικά, ιστορικώς, ιστορική, παρελθόν, παραδοσιακά

GT GD C H L M O
history /ˈhɪs.tər.i/ = NOUN: ιστορία; USER: ιστορία, ιστορίας, ιστορικό, την ιστορία, ιστορικού, ιστορικού

GT GD C H L M O
hold /həʊld/ = NOUN: αμπάρι, κύτος, κράτηση, πιάσιμο; VERB: κρατώ, κατέχω, συγκρατώ, διατηρώ, βαστάζω, πιάνω; USER: κρατήστε, κρατήστε πατημένο το, κρατήστε πατημένο, κατέχουν, κατέχει

GT GD C H L M O
hopes /həʊp/ = NOUN: ελπίδα; VERB: ελπίζω, ευελπιστώ; USER: ελπίζει, ευελπιστεί, ελπίδες, ελπίζει ότι, επιθυμεί, επιθυμεί

GT GD C H L M O
hot /hɒt/ = ADJECTIVE: καυτό, ζεστός, καυτός, θερμός, καυτερό, καυτερός, καυστικός; USER: καυτό, καυτός, ζεστός, θερμός, ζεστό

GT GD C H L M O
how /haʊ/ = ADVERB: πως; CONJUNCTION: πως, πόσον; USER: πως, Πώς, τρόπο, το πώς, πόσο, πόσο

GT GD C H L M O
however /ˌhaʊˈev.ər/ = CONJUNCTION: ωστόσο, μολαταύτα; ADVERB: εν τούτοις, οπωσδήποτε; USER: ωστόσο, όμως, εντούτοις, πάντως, πάντως

GT GD C H L M O
human /ˈhjuː.mən/ = ADJECTIVE: ανθρώπινος; USER: ανθρώπινος, ανθρώπινη, ανθρωπίνων, ανθρώπινα, ανθρώπινο

GT GD C H L M O
humanoid /ˈ(h)yo͞oməˌnoid/ = ADJECTIVE: ανθρωποειδής; USER: ανθρωποειδής, ανθρωποειδές, ανθρωποειδών, humanoid, ανθρωποειδή,

GT GD C H L M O
humans /ˈhjuː.mən/ = USER: τον άνθρωπο, ανθρώπους, άνθρωπο, άνθρωποι, οι άνθρωποι

GT GD C H L M O
i /aɪ/ = PRONOUN: εγώ; USER: εγώ, i, Ι, θ, μπορώ

GT GD C H L M O
identities /aɪˈden.tɪ.ti/ = NOUN: ταυτότητα, ταυτότης; USER: ταυτότητες, ταυτοτήτων, ταυτότητα, ταυτότητας, ταυτότητές

GT GD C H L M O
identity /aɪˈden.tɪ.ti/ = NOUN: ταυτότητα, ταυτότης; USER: ταυτότητα, ταυτότητας, ταυτότητά, την ταυτότητα, την ταυτότητά

GT GD C H L M O
if /ɪf/ = CONJUNCTION: αν, εάν, προκειμένου; USER: αν, εάν, εφόσον, εφόσον

GT GD C H L M O
imagination /ɪˌmædʒ.ɪˈneɪ.ʃən/ = NOUN: φαντασία; USER: φαντασία, τη φαντασία, φαντασίας, η φαντασία

GT GD C H L M O
imaginations /ɪˌmædʒ.ɪˈneɪ.ʃən/ = NOUN: φαντασία; USER: φαντασία, φαντασίες, τη φαντασία, φαντασίας, φαντασία των

GT GD C H L M O
imagine /ɪˈmædʒ.ɪn/ = VERB: φαντάζομαι; USER: φαντάζομαι, φανταστείτε, φανταστεί κανείς, φανταστούμε, φανταστεί

GT GD C H L M O
important /ɪmˈpɔː.tənt/ = ADJECTIVE: σπουδαίος, σοβαρός, βαρυσήμαντος; USER: σημαντικό, σημαντική, σημαντικά, σημαντικές, σημαντικός, σημαντικός

GT GD C H L M O
in /ɪn/ = PREPOSITION: σε, εν, εντός, εις, μέσα; USER: σε, στην, στο, στη, στον, στον

GT GD C H L M O
inappropriate /ˌinəˈprōprē-it/ = ADJECTIVE: ακατάλληλος; USER: ακατάλληλος, ανάρμοστο, ακατάλληλη, ακατάλληλο, ακατάλληλες

GT GD C H L M O
include /ɪnˈkluːd/ = VERB: συμπεριλαμβάνω, περιλαμβάνω, συγκαταλέγω, περιέχω; USER: περιλαμβάνουν, περιλαμβάνει, περιλαμβάνονται, συμπεριλαμβάνουν, περιλαμβάνεται

GT GD C H L M O
including /ɪnˈkluː.dɪŋ/ = PREPOSITION: συμπεριλαμβανομένου; USER: συμπεριλαμβανομένου, συμπεριλαμβανομένων, συμπεριλαμβανομένης, όπως οι εξής, συμπεριλαμβανομένων των

GT GD C H L M O
increasingly /ɪnˈkriː.sɪŋ.li/ = ADVERB: όλο και περισσότερο; USER: όλο και περισσότερο, όλο, όλο και, ολοένα, ολοένα και, ολοένα και

GT GD C H L M O
incredibly /ɪnˈkred.ɪ.bli/ = USER: απίστευτα, εξαιρετικά, εξαιρετικά

GT GD C H L M O
industry /ˈɪn.də.stri/ = NOUN: βιομηχανία, φιλοπονία; USER: βιομηχανία, βιομηχανίας, κλάδου, κλάδο, της βιομηχανίας

GT GD C H L M O
information /ˌɪn.fəˈmeɪ.ʃən/ = NOUN: πληροφορίες, πληροφορία, ενημέρωση; USER: πληροφορίες, πληροφορία, ενημέρωση, πληροφοριών, στοιχεία, στοιχεία

GT GD C H L M O
initiative /ɪˈnɪʃ.ə.tɪv/ = NOUN: πρωτοβουλία; USER: πρωτοβουλία, πρωτοβουλίας, την πρωτοβουλία, της πρωτοβουλία, πρωτοβουλία για

GT GD C H L M O
inspire /ɪnˈspaɪər/ = VERB: εμπνέω; USER: εμπνεύσει, εμπνέουν, εμπνεύσουν, εμπνέει, να εμπνεύσει

GT GD C H L M O
integrate /ˈɪn.tɪ.ɡreɪt/ = VERB: ολοκληρώ, ενοποιώ, ολοκληρώνω; USER: ενσωματώσει, ενσωματώσουν, ενσωμάτωση, ενσωματώνουν, ενσωματωθούν

GT GD C H L M O
intelligence /inˈtelijəns/ = NOUN: νοημοσύνη, εξυπνάδα, πληροφορία, είδηση; USER: νοημοσύνη, εξυπνάδα, νοημοσύνης, ευφυΐα, μυστικών

GT GD C H L M O
intelligent /inˈtelijənt/ = ADJECTIVE: έξυπνος, νοήμων; USER: έξυπνος, νοήμων, ευφυή, έξυπνη, ευφυής

GT GD C H L M O
interact /ˌɪn.təˈrækt/ = VERB: αλληλεπιδρώ, επιδρώ αμοιβαία; USER: αλληλεπιδρούν, αλληλεπιδράσουν, αλληλεπίδραση, αλληλεπιδράσει, αλληλεπιδρά

GT GD C H L M O
interacting /ˌɪn.təˈrækt/ = VERB: αλληλεπιδρώ, επιδρώ αμοιβαία; USER: αλληλεπιδρώντας, αλληλεπίδραση, αλληλεπιδρούν, αλληλεπίδρασης, αλληλεπιδρά

GT GD C H L M O
interaction /ˌɪn.təˈræk.ʃən/ = NOUN: αλληλεπίδραση; USER: αλληλεπίδραση, αλληλεπίδρασης, την αλληλεπίδραση, διάδραση, αλληλεπιδράσεων

GT GD C H L M O
interactions /ˌɪn.təˈræk.ʃən/ = NOUN: αλληλεπίδραση; USER: αλληλεπιδράσεις, αλληλεπιδράσεων, αλληλεπίδρασης, αλληλεπίδραση, τις αλληλεπιδράσεις

GT GD C H L M O
interacts /ˌɪn.təˈrækt/ = USER: αλληλεπιδρά, αλληλεπιδρούν, συνεργάζεται, αντιδρά, αλληλεπίδραση

GT GD C H L M O
interface /ˈɪn.tə.feɪs/ = USER: interface, διεπαφή, διασύνδεση, διεπαφής, διασύνδεσης

GT GD C H L M O
interfacing /ˈɪn.tə.feɪs/ = USER: διασυνδέεται

GT GD C H L M O
into /ˈɪn.tuː/ = PREPOSITION: σε, μέσα, εντός, εις; USER: σε, μέσα, στην, στο, στη, στη

GT GD C H L M O
intuitive /ɪnˈtjuː.ɪ.tɪv/ = ADJECTIVE: ενστικτώδης, προαισθηματικός; USER: διαισθητική, διαισθητικό, διαισθητικές, έξυπνο, διαισθητικά

GT GD C H L M O
intuitively /ɪnˈtjuː.ɪ.tɪv/ = USER: διαισθητικά, ενστικτωδώς, διαισθητικό, διαίσθηση

GT GD C H L M O
invention /ɪnˈven.ʃən/ = NOUN: εφεύρεση; USER: εφεύρεση, εφεύρεσης, εφευρέσεως, ευρεσιτεχνίας, ευρεσιτεχνία

GT GD C H L M O
is /ɪz/ = USER: είναι, είναι η, αποτελεί, έχει, βρίσκεται, βρίσκεται

GT GD C H L M O
isn

GT GD C H L M O
it /ɪt/ = PRONOUN: το, αυτό; USER: αυτό, το, είναι, να, ότι, ότι

GT GD C H L M O
its /ɪts/ = PRONOUN: του, αυτού του, δικό του; USER: του, της, τους, τους

GT GD C H L M O
jeopardy /ˈdʒep.ə.di/ = NOUN: διακινδύνευση, κίνδυνος; USER: διακινδύνευση, κίνδυνος, κίνδυνο, κινδυνεύει, διακινδύνευσης

GT GD C H L M O
jet /dʒet/ = NOUN: αεριωθούμενο, πίδακας, γαγάτης, τζέτ, αεριοθούμενο αεροπλάνο, φωτοβολίδα, πύραυλος, μαύρο γυαλί; VERB: αναβλύζω, εκτοξεύω, εκρέω, εκπηδώ; ADJECTIVE: κρουνός; USER: αεριωθούμενο, πίδακας, jet, τζετ, εκτόξευση

GT GD C H L M O
just /dʒʌst/ = ADVERB: μόλις, απλώς, μόνο και μόνο, κυριολεκτικά; ADJECTIVE: δίκαιος, ακριβής, ορθός, πρέπων, δικαιολογημένος; USER: μόλις, απλώς, μόνο και μόνο, μόνο, ακριβώς

GT GD C H L M O
k = ABBREVIATION: μεγάλο; USER: l, ιβ, αριθ. L, Ι, λίτρο

GT GD C H L M O
keep /kiːp/ = NOUN: διατήρηση, συντήρηση, φαί; VERB: κρατώ, διατηρώ, μένω, φυλάσσω, συντηρώ, συντηρούμαι, γιορτάζω; USER: διατήρηση, κρατήσει, να κρατήσει, τηρούν, κρατήσετε

GT GD C H L M O
key /kiː/ = NOUN: κλειδί, πλήκτρο, λύση, κλείς, μουσικό κλειδί, τόνος μουσική, ξηρόνησο; VERB: τονίζω; USER: πλήκτρο, κλειδί, Key, βασικά, βασικό

GT GD C H L M O
kids /kɪd/ = NOUN: μικρόκοσμος; USER: παιδιά, τα παιδιά, kids, για παιδιά, Παιδικά

GT GD C H L M O
kind /kaɪnd/ = NOUN: είδος, κατηγορία, γένος, ποικιλία, φιλόφρων; ADJECTIVE: καλός, ευγενικός, αγαθός, ευνοϊκός, περιποιητικός; USER: είδος, είδους, το είδος, του είδους, τύπων

GT GD C H L M O
kinds /kaɪnd/ = NOUN: είδος, κατηγορία, γένος, ποικιλία, φιλόφρων; USER: είδη, τα είδη, ειδών, των ειδών, είδους

GT GD C H L M O
kitty /ˈkɪ.ti/ = NOUN: γατούλα, γατάκι, κοινό ταμείο, ψιψίνα, ποτ, βιδάνιο; USER: γατούλα, γατάκι, Kitty, γατακιών, το γατάκι

GT GD C H L M O
know /nəʊ/ = VERB: γνωρίζω, ξέρω, αναγνωρίζω, ξεχωρίζω, έχω πείρα; USER: ξέρω, γνωρίζω, ξέρετε, γνωρίζουν, γνωρίζουμε, γνωρίζουμε

GT GD C H L M O
labeled /ˈleɪ.bəl/ = USER: επισημαίνονται, χαρακτηρισμένα, επισημανθεί, ετικέτα, επισήμανση

GT GD C H L M O
laboratory /ˈlabrəˌtôrē/ = NOUN: εργαστήριο; USER: εργαστήριο, εργαστηρίου, εργαστηριακές, εργαστηριακών, εργαστηριακή

GT GD C H L M O
language /ˈlæŋ.ɡwɪdʒ/ = NOUN: γλώσσα; USER: γλώσσα, γλώσσας, γλωσσών, γλώσσες, γλωσσικές, γλωσσικές

GT GD C H L M O
large /lɑːdʒ/ = NOUN: μεγάλο; ADJECTIVE: μεγάλος, ευρύς, μέγας, πλατύς; USER: μεγάλο, μεγάλος, μεγάλη, μεγάλες, μεγάλα, μεγάλα

GT GD C H L M O
largely /ˈlɑːdʒ.li/ = ADVERB: μεγάλα, ευρεώς; USER: σε μεγάλο βαθμό, μεγάλο βαθμό, πολλοίς, μεγάλο, κυρίως

GT GD C H L M O
later /ˈleɪ.tər/ = ADVERB: αργότερα, ύστερα; NOUN: βραδύτερο; ADJECTIVE: ύστερος, νεώτερος, υστερόχρονος, βραδύτερος; USER: αργότερα, αργότερο, μεταγενέστερη, μετά, μεταγενέστερο

GT GD C H L M O
latest /ˈleɪ.tɪst/ = NOUN: αργότερο; ADJECTIVE: τελευταίος, νεώτατος; USER: αργότερο, τελευταία, τελευταίες, πρόσφατες, τελευταίο

GT GD C H L M O
learning /ˈlɜː.nɪŋ/ = NOUN: vzdělání, studium, učenost, vědomost; USER: μάθηση, μάθησης, εκμάθηση, εκμάθησης, μαθησιακές, μαθησιακές

GT GD C H L M O
let /let/ = USER: let-, let, may, I wish, let, αφήνω, επιτρέπω, ενοικιάζω, αφίνω; NOUN: μίσθωση, κώλυμα; USER: ας, αφήσει, αφήστε, επιτρέψτε, αφήσουμε

GT GD C H L M O
level /ˈlev.əl/ = NOUN: επίπεδο, στάθμη, αλφάδι, οριακή γραμμή; ADJECTIVE: επίπεδος, ισόπεδος, πεδινός, δίκαιος, φρόνιμος; VERB: ισοπεδώ; USER: επίπεδο, στάθμη, επιπέδου, το επίπεδο

GT GD C H L M O
levels /ˈlev.əl/ = NOUN: επίπεδο, στάθμη, αλφάδι, οριακή γραμμή; VERB: ισοπεδώ; USER: επίπεδα, τα επίπεδα, επιπέδων, επίπεδο, των επιπέδων, των επιπέδων

GT GD C H L M O
life /laɪf/ = NOUN: ζωή, βίος; USER: ζωή, ζωής, τη ζωή, της ζωής, η ζωή, η ζωή

GT GD C H L M O
like /laɪk/ = CONJUNCTION: σαν; VERB: συμπαθώ, αρέσω, αγαπώ, βρίσκω καλό, ευρίσκω καλόν; ADJECTIVE: όμοιος; ADVERB: καθώς, αφάνταστα; USER: σαν, όπως, όπως το, όπως η

GT GD C H L M O
lipid /ˈlɪp.ɪd/ = USER: λιπιδίων, λιπίδια, των λιπιδίων, λιπίδιο, λιπιδικό

GT GD C H L M O
liquid /ˈlɪk.wɪd/ = NOUN: υγρό, ρευστό; ADJECTIVE: υγρός, ρευστός, χρηματικός; USER: υγρό, υγρού, υγρών, υγρά, υγρή

GT GD C H L M O
literally /ˈlɪt.ər.əl.i/ = USER: κυριολεκτικά, στην κυριολεξία, κυριολεξία, γράμμα, κυριολεκτικά να

GT GD C H L M O
little /ˈlɪt.l̩/ = ADVERB: λίγο, ολίγο, ολιγώς; ADJECTIVE: μικρός, λίγος, ολίγος; USER: λίγο, μικρό, μικρή, λίγη, λίγα, λίγα

GT GD C H L M O
lives /laɪvz/ = NOUN: ζωή, βίος; USER: ζωές, ζωή, τη ζωή, ζωής, ζει, ζει

GT GD C H L M O
long /lɒŋ/ = ADJECTIVE: μακρύς, μάκρος, χρόνιος; VERB: ποθώ, υπερεπιθυμώ; ADVERB: επί μάκρον; USER: μακρύς, μακρά, καιρό, μεγάλο, μεγάλη, μεγάλη

GT GD C H L M O
look /lʊk/ = NOUN: ματιά, βλέμμα, όψη, μορφή, ύφος; VERB: κοιτάζω, φαίνομαι, βλέπω; USER: ματιά, κοιτάζω, κοιτάξτε, βλέμμα, εξετάσουμε, εξετάσουμε

GT GD C H L M O
looking /ˌɡʊdˈlʊk.ɪŋ/ = USER: ψάχνει, ψάχνετε, αναζητούν, κοιτάζοντας, ψάχνουν

GT GD C H L M O
looks /lʊk/ = NOUN: παρουσιαστικό; USER: φαίνεται, μοιάζει, κοιτάζει, εξετάζει, και φαίνεται

GT GD C H L M O
lot /lɒt/ = NOUN: παρτίδα, λώτ; USER: παρτίδα, πολλά, πολύ, πολλές, πολλή, πολλή

GT GD C H L M O
love /lʌv/ = NOUN: αγάπη, έρωτας, έρως; VERB: αγαπώ, έρωμαι; USER: αγάπη, αγαπώ, αγαπούν, αρέσει, αγαπάτε

GT GD C H L M O
low /ləʊ/ = ADJECTIVE: χαμηλός, ευτελής, ταπεινός, πρόστυχος; VERB: μυκώμαι, μουγγρίζω; USER: χαμηλός, χαμηλή, χαμηλό, χαμηλής, χαμηλού

GT GD C H L M O
m /əm/ = USER: m, μ, μ., τ.μ., μέτρα

GT GD C H L M O
machine /məˈʃiːn/ = NOUN: μηχανή; USER: μηχανή, μηχάνημα, μηχανής, μηχανήματος, ρούχων

GT GD C H L M O
machines /məˈʃiːn/ = NOUN: μηχανή; USER: μηχανές, μηχανήματα, μηχανημάτων, μηχανών, ρούχων

GT GD C H L M O
made /meɪd/ = ADJECTIVE: κατασκευασμένος, γινώμενος; USER: που, γίνεται, έκανε, γίνονται, γίνει

GT GD C H L M O
magazine /ˌmæɡ.əˈziːn/ = NOUN: περιοδικό; USER: περιοδικό, περιοδικού, περιοδικών, το περιοδικό, γεμιστήρα

GT GD C H L M O
magic /ˈmædʒ.ɪk/ = NOUN: μαγεία; ADJECTIVE: μαγικός; USER: μαγεία, ιατρικό, μαγικό, μαγική, μαγείας, μαγείας

GT GD C H L M O
major /ˈmeɪ.dʒər/ = ADJECTIVE: μείζων, μεγαλείτερος, πρεσβύτερος; NOUN: ταγματάρχης; USER: μείζων, μεγάλες, σημαντικό, μεγάλων, σημαντική

GT GD C H L M O
make /meɪk/ = VERB: κάνω, κατασκευάζω, καθιστώ, πλάθω, συνθέτω, φθάνω; NOUN: μάρκα, κατασκευή; USER: κάνω, να, κάνει, κάνουν, κάνετε, κάνετε

GT GD C H L M O
makes /meɪk/ = NOUN: μάρκα, κατασκευή; VERB: κάνω, κατασκευάζω, καθιστώ, πλάθω, συνθέτω, φθάνω; USER: κάνει, καθιστά, που κάνει, έκανε, το καθιστά

GT GD C H L M O
making /ˈmeɪ.kɪŋ/ = NOUN: κατασκευή, ποίηση; USER: κατασκευή, καθιστώντας, κάνει, λήψης, κάνοντας, κάνοντας

GT GD C H L M O
manufacturing /ˌmanyəˈfakCHər/ = NOUN: βιομηχανοποίηση; USER: παραγωγής, κατασκευή, κατασκευής, παρασκευής, την κατασκευή

GT GD C H L M O
mass /mæs/ = NOUN: μάζα, όγκος, λειτουργία, σύνολο, θεία λειτουργία, σωρός; VERB: μαζεύω, συσσωρεύω; USER: μάζα, μάζας, μαζικής, μαζική, βάρος

GT GD C H L M O
material /məˈtɪə.ri.əl/ = NOUN: υλικό, ύλη, ύφασμα, πανί; ADJECTIVE: ουσιώδης, υλικός, σημαντικός; USER: υλικό, ύλη, υλικού, υλικών, υλικά

GT GD C H L M O
materials /məˈtɪə.ri.əl/ = NOUN: υλικό, ύλη, ύφασμα, πανί; USER: υλικά, υλικών, τα υλικά, ύλες, υλών

GT GD C H L M O
matter /ˈmæt.ər/ = NOUN: ζήτημα, ύλη, υπόθεση, ουσία, πράγμα, ενδιαφέρο; VERB: σημαίνω; USER: ύλη, ζήτημα, σημασία, έχει σημασία, πειράζει

GT GD C H L M O
may /meɪ/ = VERB: ενδέχεται, επιτρέπεται, μπορώ, δύναμαι, may-, may, let, may, I wish, I wish, may; USER: ενδέχεται, επιτρέπεται, ίσως, μπορεί, μπορούν, μπορούν

GT GD C H L M O
maybe /ˈmeɪ.bi/ = ADVERB: ίσως, μήπως, πιθανώς; USER: ίσως, ίσως και, ίσως να, μήπως

GT GD C H L M O
me /miː/ = PRONOUN: μου, με, εμένα, εγώ; USER: μου, εμένα, με, εγώ, μένα, μένα

GT GD C H L M O
meaning /mēn/ = NOUN: έννοια, νόημα; USER: έννοια, νόημα, την έννοια, σημαίνει, που σημαίνει

GT GD C H L M O
meaningful /ˈmiː.nɪŋ.fəl/ = ADJECTIVE: βαρυσήμαντος, γεμάτος σημασία; USER: νόημα, ουσιαστική, ουσιαστικές, έχει νόημα, σημαντική

GT GD C H L M O
means /miːnz/ = NOUN: μέσα, μέσο; USER: μέσα, μέσο, σημαίνει, νοείται, σημαίνει ότι, σημαίνει ότι

GT GD C H L M O
mechanics /məˈkanik/ = NOUN: μηχανική; USER: μηχανική, μηχανικής, μηχανικούς, μηχανικοί, μηχανικών

GT GD C H L M O
mental /ˈmen.təl/ = ADJECTIVE: διανοητικός, ψυχικός, του νου, νοερός, φρενικός; USER: ψυχική, διανοητική, νοητική, ψυχικής, πνευματική, πνευματική

GT GD C H L M O
mere /mɪər/ = ADVERB: μόνο, παρά, ουδέν άλλο; ADJECTIVE: απλός, απλούς; USER: μόνο, απλός, απλούς, απλή, απλώς

GT GD C H L M O
merely /ˈmɪə.li/ = ADVERB: απλώς; USER: απλώς, μόνο, απλά, μόνον, απλή

GT GD C H L M O
might /maɪt/ = NOUN: δύναμη, ισχύς, κραταιότητα, κραταιότης; USER: δύναμη, θα μπορούσε, μπορούσε, ενδέχεται, ενδέχεται να, ενδέχεται να

GT GD C H L M O
million /ˈmɪl.jən/ = USER: million-, million, εκατομμύριο; USER: εκατομμύριο, εκατομμύρια, εκατ., εκατ. ευρώ, εκατομμυρίων

GT GD C H L M O
mimicry /ˈmɪm.ɪk/ = NOUN: διακωμώδηση, απομίμηση; USER: διακωμώδηση, απομίμηση, μίμηση, μιμητισμός, μιμητισμό

GT GD C H L M O
mind /maɪnd/ = NOUN: μυαλό, γνώμη, νους, διάνοια; VERB: νοιάζομαι, προσέχω, συνερίζομαι, φροντίζω; USER: μυαλό, νου, το μυαλό, πειράζει, πείραζε, πείραζε

GT GD C H L M O
mine /maɪn/ = NOUN: ορυχείο, νάρκη, μεταλλείο, μεταλλωρυχείο, φουρνέλλο, υπόνομος; PRONOUN: δικός μου, ιδικός μου; VERB: μεταλλεύω, υπονομεύω, υποσκάπτω, ναρκοθετώ; USER: ορυχείο, νάρκη, μεταλλείο, δική μου, ναρκών

GT GD C H L M O
mobility /məʊˈbɪl.ɪ.ti/ = NOUN: κινητικότητα, ευκινησία; USER: κινητικότητα, κινητικότητας, την κινητικότητα, της κινητικότητας, κινητικότητα των

GT GD C H L M O
model /ˈmɒd.əl/ = NOUN: μοντέλο, υπόδειγμα; ADJECTIVE: πρότυπο, πρότυπος; VERB: προπλάττω; USER: μοντέλο, υπόδειγμα, πρότυπο, μοντέλου, το μοντέλο

GT GD C H L M O
modern /ˈmɒd.ən/ = ADJECTIVE: σύγχρονος, μοντέρνος, νέος, νεώτερος; USER: σύγχρονος, μοντέρνος, σύγχρονη, σύγχρονες, μοντέρνα

GT GD C H L M O
moment /ˈməʊ.mənt/ = NOUN: στιγμή, σπουδαιότητα, σπουδαιότης; USER: στιγμή, τη στιγμή, παρόν, στιγμή που, παρόντος, παρόντος

GT GD C H L M O
more /mɔːr/ = ADVERB: περισσότερο, πλέον, ακόμη, πιό, παραπάνω, μάλλον, κι άλλο; ADJECTIVE: περισσότερος, πιότερος; USER: περισσότερο, ακόμη, πλέον, περισσότερα, πιο

GT GD C H L M O
most /məʊst/ = ADVERB: πλέον, μάλλον; ADJECTIVE: περισσότερος, πλείστος; NOUN: πλείστο, πλείστοι, μάλιστα; USER: πλέον, πιο, περισσότερες, περισσότερα, περισσότεροι

GT GD C H L M O
motors /ˈməʊ.tər/ = NOUN: μοτέρ, κινητήρας, μηχανή, κινητήρ; USER: κινητήρες, μοτέρ, κινητήρων, Motors, ηλεκτροκινητήρες

GT GD C H L M O
move /muːv/ = NOUN: κίνηση; VERB: κινούμαι, προτείνω, κινώ, μετακινώ, κουνιέμαι, μετατοπίζω, σειέμαι, συγκινώ, μετοικώ; USER: κίνηση, μετακινήσετε, κινηθεί, προχωρήσουμε, κινούνται

GT GD C H L M O
movement /ˈmuːv.mənt/ = NOUN: κίνηση, κίνημα, μετακίνηση, κίνηση λογαριασμού; USER: κίνημα, κίνηση, μετακίνηση, κυκλοφορία, κυκλοφορίας

GT GD C H L M O
movie /ˈmuː.vi/ = NOUN: ταινία, κινηματογράφος, ταινία κινηματογράφου; USER: ταινία, κινηματογράφος, ταινίας, ταινιών, την ταινία

GT GD C H L M O
movies /ˈmuː.vi/ = NOUN: κινηματογράφος; USER: ταινίες, Κινηματογράφος, ταινιών, κινηματογράφους, Movies

GT GD C H L M O
much /mʌtʃ/ = ADVERB: πολύ; ADJECTIVE: πολύς; USER: πολύ, πολλά, μεγάλο, μεγάλη, μεγάλο μέρος, μεγάλο μέρος

GT GD C H L M O
my /maɪ/ = PRONOUN: můj; USER: μου, My, μου xo.gr, μου Η, μου Η

GT GD C H L M O
myths /mɪθ/ = NOUN: μύθος; USER: μύθοι, μύθους, τους μύθους, μύθων, οι μύθοι

GT GD C H L M O
named /neɪm/ = VERB: κατονομάζω, ονομάζω, διορίζω; USER: το όνομα, όνομα, που ονομάζεται, ονομάζεται, το όνομά

GT GD C H L M O
narrow /ˈnær.əʊ/ = ADJECTIVE: στενός, περιωρισμένος, περιορισμένης αντίληψης; VERB: στενεύω; USER: στενός, στενό, στενά, στενή, στενές

GT GD C H L M O
nasa /ˈnæs.ə/ = USER: nasa, της NASA, τη NASA, η NASA, ΝΑΣΑ

GT GD C H L M O
national /ˈnæʃ.ən.əl/ = ADJECTIVE: εθνικός, υπήκοος; USER: εθνικός, υπήκοος, εθνικό, εθνικών, εθνικές

GT GD C H L M O
natural /ˈnætʃ.ər.əl/ = ADJECTIVE: φυσικός, φυσιολογικός, εκ φύσεως, έμφυτος; USER: φυσικός, φυσικό, φυσικών, φυσικά, φυσική, φυσική

GT GD C H L M O
naturally /ˈnætʃ.ər.əl.i/ = ADVERB: φυσικά, απλά; USER: φυσικά, φυσικό, φυσικώς, φυσιολογικά, φυσικό τρόπο, φυσικό τρόπο

GT GD C H L M O
need /niːd/ = NOUN: ανάγκη, χρεία; VERB: χρειάζομαι, έχω ανάγκη; USER: ανάγκη, χρειάζομαι, πρέπει, χρειάζεται, χρειάζεστε, χρειάζεστε

GT GD C H L M O
new /njuː/ = ADJECTIVE: νέος, καινούργιος, καινουργής, πρόσφατος, φρέσκος; USER: νέος, νέα, νέο, νέων, νέες, νέες

GT GD C H L M O
next /nekst/ = ADJECTIVE: επόμενος, προσεχής, πλησιέστερος, πλησιέστατος; PREPOSITION: έπειτα; USER: επόμενος, Επόμενη, επόμενο, δίπλα, επόμενα, επόμενα

GT GD C H L M O
nice /naɪs/ = ADJECTIVE: όμορφη, συμπαθητικός, καλός, ωραίος, λεπτός, νόστιμος; NOUN: νίκαια, ακριβολόγος; USER: ωραία, ωραίο, συμπαθητικό

GT GD C H L M O
no /nəʊ/ = ADVERB: όχι, ουχί; PRONOUN: κανείς, ουδείς; USER: όχι, αριθ., δεν, καμία, υπάρχει, υπάρχει

GT GD C H L M O
not /nɒt/ = ADVERB: δεν, όχι, μη; USER: δεν, όχι, μη, μην, δεν είναι, δεν είναι

GT GD C H L M O
novel /ˈnɒv.əl/ = NOUN: μυθιστόρημα, μυθιστορία; ADJECTIVE: νέος, καινοφανής; USER: μυθιστόρημα, νέα, νέων, νέες, νέο

GT GD C H L M O
now /naʊ/ = ADVERB: τώρα, λοιπόν, όμως, τώρα λοιπόν; USER: τώρα, επιχειρηση, την επιχειρηση, πλέον, με την επιχειρηση, με την επιχειρηση

GT GD C H L M O
numerals /ˈnjuː.mə.rəl/ = NOUN: αριθμός, ψηφίο; USER: αριθμοί, αριθμούς, αριθμών, νούμερα, αριθμητικά

GT GD C H L M O
nurture /ˈnɜː.tʃər/ = NOUN: ανατροφή; VERB: καλλιεργώ, ανατρέφω, τρέφω; USER: ανατροφή, γαλουχήσει, καλλιέργεια, τροφοδοτούν, να γαλουχήσει

GT GD C H L M O
of /əv/ = PREPOSITION: του, από; USER: από, του, της, των, των

GT GD C H L M O
often /ˈɒf.ən/ = ADVERB: συχνά, τακτικά, πολλάκις; USER: συχνά, συνήθως, φορές, πολλές φορές, που συχνά, που συχνά

GT GD C H L M O
okay /ˌəʊˈkeɪ/ = NOUN: καλά; VERB: εγκρίνω; USER: καλά, εντάξει, okay, πειράζει, εντάξει για

GT GD C H L M O
old /əʊld/ = ADJECTIVE: παλιός, παλαιός, ηλικιωμένος, γέρικος, χρόνιος, γεροντικός; NOUN: γέρος, γριά; USER: γριά, παλαιός, παλιός, παλιά, παλιό, παλιό

GT GD C H L M O
on /ɒn/ = PREPOSITION: επί, κατά, προς, επάνω, εμπρός, εις; ADVERB: κατά συνέχεια; USER: επί, κατά, για, σε, σχετικά, σχετικά

GT GD C H L M O
once /wʌns/ = ADVERB: μια φορά, άπαξ, κάποτε, άλλοτε; USER: μια φορά, κάποτε, άπαξ, μία φορά, φορά, φορά

GT GD C H L M O
one /wʌn/ = PRONOUN: ένας, κάποιος, εις; USER: ένας, κάποιος, ένα, μία, μια, μια

GT GD C H L M O
open /ˈəʊ.pən/ = ADJECTIVE: ανοιχτό, ανοικτός, ανοιχτός, ειλικρινής; VERB: ανοίγω, ανοίγομαι; USER: ανοιχτό, ανοίξει, ανοίξετε, ανοίξτε, άνοιγμα

GT GD C H L M O
operating = ADJECTIVE: λειτουργικός; USER: λειτουργίας, που λειτουργούν, λειτουργούν, λειτουργεί, δραστηριοποιούνται

GT GD C H L M O
or /ɔːr/ = CONJUNCTION: ή; USER: ή, και, ή να, είτε, ή την, ή την

GT GD C H L M O
order /ˈɔː.dər/ = NOUN: παραγγελία, τάξη, εντολή, διαταγή, τάγμα, σύστημα, προσταγή, βαθμός, παράσημο, κανόνας; VERB: διατάσσω, παραγγέλλω, παραγγέλνω, κανονίζω, προστάζω; USER: παραγγελία, τάξη, διαταγή, εντολή, προκειμένου

GT GD C H L M O
organization /ˌɔː.ɡən.aɪˈzeɪ.ʃən/ = NOUN: οργάνωση, οργανισμός, διοργάνωση, σωματείο; USER: οργάνωση, οργανισμός, διοργάνωση, οργάνωσης, οργανώσεως

GT GD C H L M O
other /ˈʌð.ər/ = ADJECTIVE: άλλος; USER: άλλος, άλλα, άλλες, άλλων, άλλους, άλλους

GT GD C H L M O
our /aʊər/ = PRONOUN:

GT GD C H L M O
ourselves /ˌaʊəˈselvz/ = PRONOUN: εμάς, εμείς οι ίδιοι, εαυτοί μας; USER: εμείς οι ίδιοι, εμάς, εαυτούς μας, τους εαυτούς μας, εαυτό μας

GT GD C H L M O
out /aʊt/ = ADVERB: έξω, απέξω; PREPOSITION: εκτός, εκ; USER: έξω, εκτός, από, out, Αναχώρηση, Αναχώρηση

GT GD C H L M O
over /ˈəʊ.vər/ = PREPOSITION: επί, πέρα, από πάνω, υπέρ; ADVERB: υπεράνω, πλέον, πάρα πολύ, αποπάνω; ADJECTIVE: τελειομένος; USER: επί, πέρα, υπεράνω, πάνω, πάνω από

GT GD C H L M O
own /əʊn/ = PRONOUN: ίδιος, ιδικός μου; VERB: κατέχω, έχω, ομολογώ, εξουσιάζω; USER: δική, τη δική, δικό, το δικό, δικές, δικές

GT GD C H L M O
part /pɑːt/ = NOUN: μέρος, τμήμα, τεύχος; VERB: χωρίζω, χωρίζομαι; USER: μέρος, τμήμα, είδους, μέλος, πλαίσιο, πλαίσιο

GT GD C H L M O
particular /pəˈtɪk.jʊ.lər/ = ADJECTIVE: ιδιαίτερος, λεπτολόγος; NOUN: λεπτομέρεια, λεπτομέρειες, καθέκαστα; USER: ειδικότερα, ιδιαίτερα, συγκεκριμένα, ιδίως, ιδίως το

GT GD C H L M O
path /pɑːθ/ = NOUN: μονοπάτι, δρόμος, ατραπός; USER: μονοπάτι, δρόμος, διαδρομή, πορεία, διαδρομής

GT GD C H L M O
pave /peɪv/ = VERB: στρώνω δρόμον, λιθοστρώνω, ετοιμάζω τον δρόμον; USER: ανοίξει, να ανοίξει, προετοιμάσει, προλειάνει, προετοιμάσουν

GT GD C H L M O
pc /ˌpiːˈsiː/ = USER: pc, Υ, υπολογιστή, Τ.Κ., τεμ

GT GD C H L M O
people /ˈpiː.pl̩/ = NOUN: άνθρωποι, λαός, κόσμος, ντουνιάς; VERB: κατοικίζω; USER: άνθρωποι, άτομα, ανθρώπους, ανθρώπων, οι άνθρωποι, οι άνθρωποι

GT GD C H L M O
perception /pəˈsep.ʃən/ = NOUN: αντίληψη; USER: αντίληψη, αντίληψης, την αντίληψη, αντίληψή, η αντίληψη

GT GD C H L M O
perceptions /pəˈsep.ʃən/ = NOUN: αντίληψη; USER: αντιλήψεις, αντιλήψεων, τις αντιλήψεις, οι αντιλήψεις, αντιλήψεις των

GT GD C H L M O
performance /pəˈfɔː.məns/ = NOUN: εκτέλεση, επίδοση, εκπλήρωση, παράσταση, τέλεση; USER: επίδοση, εκτέλεση, παράσταση, εκπλήρωση, απόδοση

GT GD C H L M O
person /ˈpɜː.sən/ = NOUN: άτομο, πρόσωπο, υποκείμενο; USER: πρόσωπο, άτομο, προσώπου, ατόμου, άτομα

GT GD C H L M O
personality /ˌpərsəˈnalitē/ = NOUN: προσωπικότητα, προσωπικότης, ατομικότης; USER: προσωπικότητα, προσωπικότητας, προσωπικότητά, την προσωπικότητά, την προσωπικότητα

GT GD C H L M O
phd /ˌpiː.eɪtʃˈdiː/ = USER: phd, διδακτορικό, διδακτορική, διδακτορικά, Διδάκτωρ

GT GD C H L M O
phenomenal /fəˈnɒm.ɪ.nəl/ = ADJECTIVE: φαινομενικός; USER: φαινομενικός, εκπληκτική, πρωτοφανής, πρωτοφανή, εντυπωσιακή

GT GD C H L M O
physical /ˈfɪz.ɪ.kəl/ = ADJECTIVE: φυσικός, σωματικός, υλικός; USER: φυσικός, φυσική, σωματική, φυσικές, φυσικά

GT GD C H L M O
physics /ˈfɪz.ɪks/ = NOUN: φυσική; USER: φυσική, Φυσικής, τη φυσική, Physics, της φυσικής

GT GD C H L M O
pieces /pēs/ = NOUN: κομμάτι, τεμάχιο, νόμισμα, όπλο; VERB: συρράπτω, συνδυάζω; USER: κομμάτια, τεμάχια, τα κομμάτια, τεμαχίων, κομματιών

GT GD C H L M O
place /pleɪs/ = NOUN: θέση, μέρος, τόπος, τοποθέτηση, σημείο, πλατεία; VERB: τοποθετώ, θέτω; USER: θέση, μέρος, τόπος, σημείο, τόπο, τόπο

GT GD C H L M O
platform /ˈplæt.fɔːm/ = NOUN: πλατφόρμα, εξέδρα, αποβάθρα, πολιτικό πρόγραμμα; USER: πλατφόρμα, εξέδρα, πλατφόρμας, πλατφόρμα για, την πλατφόρμα

GT GD C H L M O
pockets /ˈpɒk.ɪt/ = NOUN: τσέπη, θυλάκιο; VERB: τσεπώνω; USER: τσέπες, θύλακες, θήκες, τις τσέπες, τσέπη

GT GD C H L M O
point /pɔɪnt/ = NOUN: σημείο, μύτη, άκρη, ακμή, προκείμενο; USER: σημείο, στοιχείο, το σημείο, σημείου, σημείου

GT GD C H L M O
pointer /ˈpɔɪn.tər/ = NOUN: δείκτης, λαγωνικό, χάρακας, ανιχνευτικός σκύλος; USER: δείκτης, δείκτη, δείκτη του, pointer, δείκτης του

GT GD C H L M O
portrait /ˈpɔː.trət/ = NOUN: πορτρέτο, εικών; USER: πορτρέτο, πορτραίτο, πορτρέτου, προσωπογραφία, Portrait

GT GD C H L M O
possible /ˈpɒs.ə.bl̩/ = ADJECTIVE: δυνατός; USER: δυνατός, δυνατόν, δυνατό, δυνατή, το δυνατόν, το δυνατόν

GT GD C H L M O
potentially /pəˈten.ʃəl.i/ = USER: δυνητικά, ενδεχομένως, δυνάμει, δυνητικώς, πιθανώς

GT GD C H L M O
power /paʊər/ = NOUN: δύναμη, εξουσία, ισχύς, ενέργεια; USER: δύναμη, εξουσία, ισχύς, ενέργεια, ισχύος

GT GD C H L M O
predict /prɪˈdɪkt/ = VERB: προλέγω, προφητεύω; USER: προβλέψει, προβλέψουμε, πρόβλεψη, προβλέπουν, προβλεφθεί

GT GD C H L M O
presence /ˈprez.əns/ = NOUN: παρουσία, παρουσιαστικό; USER: παρουσία, παρουσίας, την παρουσία, ύπαρξη, η παρουσία

GT GD C H L M O
presences /ˈprez.əns/ = NOUN: παρουσία, παρουσιαστικό; USER: παρουσίες, παρουσίας, παρουσιών, οι παρουσίες, παρουσίες του

GT GD C H L M O
present /ˈprez.ənt/ = NOUN: παρόν, παρών, δώρο, ενεστώς, ενεστώτας, πεσκέσι; ADJECTIVE: τωρινός; VERB: παρουσιάζω, υποβάλλω, εμφανίζω, χαρίζω; USER: παρουσιάζουν, παρουσιάσει, παρουσιάζει, υποβάλει, παρουσιάσουν

GT GD C H L M O
pretty /ˈprɪt.i/ = ADVERB: αρκετά; ADJECTIVE: όμορφη, χαριτωμένος, κομψός, εύμορφος, νόστιμος, αρκετός; USER: αρκετά, όμορφη, πολύ, όμορφο, λίγο, λίγο

GT GD C H L M O
previous /ˈpriː.vi.əs/ = ADJECTIVE: προηγούμενος, προγενέστερος, πρότερος, βιαστικός; USER: προηγούμενος, προηγούμενη, προηγούμενο, προηγούμενα, προηγούμενες

GT GD C H L M O
previously /ˈpriː.vi.əs.li/ = ADVERB: προηγουμένως, πρωτύτερα, προτού; USER: προηγουμένως, παρελθόν, στο παρελθόν, ήδη, παλαιότερα

GT GD C H L M O
problem /ˈprɒb.ləm/ = NOUN: πρόβλημα, προβληματισμός; USER: πρόβλημα, προβλήματος, ζήτημα, το πρόβλημα, πρόβλημα που, πρόβλημα που

GT GD C H L M O
problems /ˈprɒb.ləm/ = NOUN: πρόβλημα, προβληματισμός; USER: προβλήματα, τα προβλήματα, προβλημάτων, προβλήματα που, προβλημάτων που, προβλημάτων που

GT GD C H L M O
processing /ˈprəʊ.ses/ = VERB: κατεργάζομαι; USER: μεταποίηση, επεξεργασία, επεξεργασίας, μεταποίησης, την επεξεργασία

GT GD C H L M O
produced /prəˈd(y)o͞os,prō-/ = VERB: παράγω, αναδίδω, παρουσιάζω, προξενώ, προσκομίζω; USER: παράγεται, παράγονται, που παράγεται, που παράγονται, παραχθεί, παραχθεί

GT GD C H L M O
product /ˈprɒd.ʌkt/ = NOUN: προϊόν, γινόμενο; USER: προϊόν, προϊόντος, προϊόντων, των προϊόντων, προϊόντα

GT GD C H L M O
products /ˈprɒd.ʌkt/ = NOUN: προϊόν, γινόμενο; USER: προϊόντα, προϊόντων, τα προϊόντα, των προϊόντων, προϊόντα που

GT GD C H L M O
project /ˈprɒdʒ.ekt/ = NOUN: σχέδιο, πρόγραμμα; VERB: σχεδιάζω, προεκβάλλω, ρίπτω, εξέχω; USER: σχέδιο, πρόγραμμα, έργου, έργο, σχεδίου

GT GD C H L M O
projects /ˈprɒdʒ.ekt/ = NOUN: σχέδιο, πρόγραμμα; VERB: σχεδιάζω, προεκβάλλω, ρίπτω, εξέχω; USER: έργα, έργων, σχέδια, τα έργα, σχεδίων

GT GD C H L M O
propulsion /prəˈpʌl.ʃən/ = NOUN: προώθηση, ώθηση; USER: προώθηση, ώθηση, πρόωσης, προώθησης, πρόωση

GT GD C H L M O
prototype /ˈprəʊ.tə.taɪp/ = NOUN: πρωτότυπο; USER: πρωτότυπο, πρωτοτύπου, πρότυπο, πρωτοτύπων, πρωτότυπου

GT GD C H L M O
prove /pruːv/ = VERB: αποδεικνύω, δοκιμάζω; USER: αποδειχθούν, αποδείξει, αποδεικνύουν, να αποδείξει, αποδειχθεί

GT GD C H L M O
psychology /saɪˈkɒl.ə.dʒi/ = NOUN: ψυχολογία; USER: ψυχολογία, Ψυχολογίας, την ψυχολογία, η ψυχολογία, ψυχολογία του

GT GD C H L M O
published /ˈpʌb.lɪʃ/ = VERB: δημοσιεύω, εκδίδω; USER: δημοσιεύονται, δημοσιευθεί, δημοσιεύεται, δημοσιεύθηκε, δημοσίευσε, δημοσίευσε

GT GD C H L M O
push /pʊʃ/ = NOUN: ώθηση, επιμονή; VERB: σπρώχνω, ωθώ, ζορίζω; USER: ώθηση, ωθήσει, πιέστε, σπρώξτε, προωθήσει, προωθήσει

GT GD C H L M O
pushes /pʊʃ/ = USER: ωθεί, σπρώχνει, πιέζει, σπρώχνει τον

GT GD C H L M O
put /pʊt/ = VERB: βάζω, θέτω, βάλλω; USER: που, θέσει, να θέσει, βάλει, τεθεί, τεθεί

GT GD C H L M O
quality /ˈkwɒl.ɪ.ti/ = NOUN: ποιότητα, ιδιότητα, ποιότης, αρετή, ιδιότης, περιωπή; USER: ποιότητα, ποιότητας, της ποιότητας, την ποιότητα, ποιότητα των

GT GD C H L M O
question /ˈkwes.tʃən/ = NOUN: ερώτηση, ζήτημα, πρόβλημα, συζήτηση, απορία; VERB: ερωτώ, αμφισβητώ, εξετάζω; USER: ερώτηση, ζήτημα, λόγω, ερώτημα, εν λόγω, εν λόγω

GT GD C H L M O
quickly /ˈkwɪk.li/ = ADVERB: γρήγορα, ταχέως; USER: γρήγορα, ταχέως, γρήγορη, σύντομα, γρήγορα να, γρήγορα να

GT GD C H L M O
range /reɪndʒ/ = NOUN: σειρά, εμβέλεια, απόσταση, έκταση, διακύμανση, βεληνεκές, τάξη, βολή, αχτίνα, στόφα, μαγειρική θερμάστρα; VERB: παρατάσσω, εκτείνομαι, ευρίσκομαι, περιφέρομαι, καθορίζω τιμές; USER: σειρά, εμβέλεια, απόσταση, φάσμα, εύρος

GT GD C H L M O
re /riː/ = PREPOSITION: σχετικά με, περί, επί του θέματός του; NOUN: ρε; USER: εκ νέου, ξανά, την εκ νέου, νέου, πάλι, πάλι

GT GD C H L M O
reaction /riˈæk.ʃən/ = NOUN: αντίδραση; USER: αντίδραση, αντίδρασης, αντιδράσεως, της αντίδρασης, της αντιδράσεως

GT GD C H L M O
real /rɪəl/ = ADJECTIVE: πραγματικός; NOUN: έμπρακτα, ρεάλι; USER: πραγματικός, πραγματικό, πραγματική, πραγματικά, πραγματικές, πραγματικές

GT GD C H L M O
realistic /ˌrɪəˈlɪs.tɪk/ = ADJECTIVE: ρεαλιστικός, πραγματικός; USER: ρεαλιστικός, ρεαλιστική, ρεαλιστικό, ρεαλιστικές, ρεαλιστικά

GT GD C H L M O
reality /riˈæl.ɪ.ti/ = NOUN: πραγματικότητα, αλήθεια, πραγματικότης; USER: πραγματικότητα, πραγματικότητας, την πραγματικότητα, η πραγματικότητα

GT GD C H L M O
really /ˈrɪə.li/ = ADVERB: πραγματικά, όντως, πραγματικώς; USER: πραγματικά, πολύ, πράγματι, πραγματικά να, πραγματικότητα, πραγματικότητα

GT GD C H L M O
reason /ˈriː.zən/ = NOUN: λόγος, αιτία, λογικό, φρένα; VERB: συζητώ, λογικεύομαι, κρίνω; USER: λόγος, αιτία, λόγο, λόγω, λόγος για, λόγος για

GT GD C H L M O
recognition /ˌrek.əɡˈnɪʃ.ən/ = NOUN: αναγνώριση,, αναγνώρισης, αναγνωρίσεως

GT GD C H L M O
recognize /ˈrek.əɡ.naɪz/ = VERB: αναγνωρίζω, γνωρίζω; USER: αναγνωρίζω, αναγνωρίζουν, αναγνωρίσει, αναγνωρίζει, αναγνωρίσουν

GT GD C H L M O
recognizes /ˈrek.əɡ.naɪz/ = VERB: αναγνωρίζω, γνωρίζω; USER: αναγνωρίζει, αναγνωρίζει την, αναγνωρίζεται

GT GD C H L M O
reflect /rɪˈflekt/ = VERB: συλλογίζομαι, αντανακλώ, κατοπτρίζω, ανακάμπτω, αντικαθρεφτίζω; USER: αντικατοπτρίζουν, αντανακλούν, αντικατοπτρίζει, απεικονίζουν, εκφράζουν

GT GD C H L M O
regard /rɪˈɡɑːd/ = NOUN: σχέση, προσοχή, επίμονο βλέμμα, σέβας, υπόληψη; VERB: θεωρώ, υπολήπτομαι, αφορώ; USER: σχέση, θεωρώ, θεωρούν, θεωρεί, θεωρήσει

GT GD C H L M O
regards /rɪˈɡɑːd/ = NOUN: χαιρετισμοί, προσρήσεις; USER: αφορά, όσον αφορά, αφορά την, αφορά τα, αφορά τις

GT GD C H L M O
remember /rɪˈmem.bər/ = VERB: θυμάμαι, ενθυμούμαι; USER: θυμάμαι, θυμάστε, θυμηθείτε, θυμόμαστε, να θυμάστε, να θυμάστε

GT GD C H L M O
reporter /rɪˈpɔː.tər/ = NOUN: δημοσιογράφος, ρεπόρτερ, ανταποκριτής; USER: δημοσιογράφος, ρεπόρτερ, ρεπόρτερ που, η δημοσιογράφος, η ρεπόρτερ

GT GD C H L M O
research /ˈrēˌsərCH,riˈsərCH/ = NOUN: έρευνα, μελέτη; VERB: ερευνώ; USER: έρευνα, έρευνας, της έρευνας, την έρευνα, ερευνητικών

GT GD C H L M O
respected /rɪˈspek.tɪd/ = VERB: σέβομαι, εκτιμώ, αφορώ; USER: σεβαστή, σεβαστά, τηρούνται, σεβαστές, σεβαστό

GT GD C H L M O
respond /rɪˈspɒnd/ = VERB: απαντώ, αποκρίνομαι; USER: ανταποκρίνονται, ανταποκριθεί, ανταποκριθούν, απαντήσει, ανταποκρίνεται

GT GD C H L M O
responds /rɪˈspɒnd/ = VERB: απαντώ, αποκρίνομαι; USER: ανταποκρίνεται, αποκρίνεται, απαντά, αντιδρά, να ανταποκρίνεται

GT GD C H L M O
result /rɪˈzʌlt/ = NOUN: αποτέλεσμα, εξαγόμενο; VERB: προκύπτω, επακολουθώ, καταλήγω; USER: αποτέλεσμα, οδηγήσει, ως αποτέλεσμα, προκαλέσει, έχει ως αποτέλεσμα

GT GD C H L M O
results /rɪˈzʌlt/ = NOUN: αποτέλεσμα, εξαγόμενο; VERB: προκύπτω, επακολουθώ, καταλήγω; USER: αποτελέσματα, τα αποτελέσματα, αποτελεσμάτων, αποτέλεσμα, αποτελέσματα που

GT GD C H L M O
right /raɪt/ = NOUN: δικαίωμα, δεξιά, δίκιο, καλό; ADJECTIVE: σωστός, δεξιός, κατάλληλος, δίκαιος; ADVERB: ορθώς, ίσια, κατ' ευθείαν; VERB: δικαιώ, επανορθώ; USER: δεξιά, δικαίωμα, σωστός, δίκιο, δικαιώματος

GT GD C H L M O
robot /ˈrəʊ.bɒt/ = NOUN: ρομπότ, εργάτης, μηχανικός, μηχανικώς εργαζόμενος; VERB: ρομπώ; USER: ρομπότ, robot, ρομπότ που, το ρομπότ

GT GD C H L M O
robotic /rəʊˈbɒt.ɪk/ = USER: ρομποτικό, ρομποτική, ρομποτικά, ρομποτικών, ρομποτικές

GT GD C H L M O
robotics /rəʊˈbɒt.ɪks/ = NOUN: ρομποτική; USER: ρομποτική, ρομποτικής, Robotics, ρομποτικές, η ρομποτική

GT GD C H L M O
robots /ˈrəʊ.bɒt/ = NOUN: ρομπότ, εργάτης, μηχανικός, μηχανικώς εργαζόμενος; USER: ρομπότ, τα ρομπότ, robots, ρομποτ, ρομπότ που

GT GD C H L M O
rudimentary /ˌruː.dɪˈmen.tər.i/ = ADJECTIVE: στοιχειώδης, βασικός; USER: στοιχειώδης, στοιχειώδη, υποτυπώδη, υποτυπώδης, στοιχειώδεις

GT GD C H L M O
runner /ˈrʌn.ər/ = NOUN: δρομέας, δρομεύς, παραφυάς, καταβολάδα, παραστάτης; USER: δρομέας, τρέχων, δρομέα, runner, πρώτη επιλαχούσα

GT GD C H L M O
running /ˈrʌn.ɪŋ/ = NOUN: τρέξιμο, τρέχων; ADJECTIVE: τρεχάτος; USER: τρέξιμο, λειτουργία, τρέχει, λειτουργίας, λειτουργεί

GT GD C H L M O
s = ABBREVIATION: μικρό; USER: s, ες, α, ων

GT GD C H L M O
safe /seɪf/ = ADJECTIVE: ασφαλής, ακίνδυνος, σωός; NOUN: χρηματοκιβώτιο, σιδερένιο κιβώτιο; USER: ασφαλής, χρηματοκιβώτιο, ασφαλή, ασφαλές, ασφαλείς

GT GD C H L M O
said /sed/ = USER: είπε, δήλωσε, δήλωσε ο, είπε ο, είπε ο

GT GD C H L M O
sake /seɪk/ = NOUN: χάρη, χατίρι, αιτία, σκοπός, γιαπωνέζικο ποτό, είδος ιαπωνικού ποτού; USER: χάρη, λόγους, χάριν, καλό, όνομα

GT GD C H L M O
same /seɪm/ = NOUN: ίδιο; ADJECTIVE: ίδιος, όμοιος; PRONOUN: ίδιος; USER: ίδιο, ίδιος, ίδια, ίδιες, ίδιας, ίδιας

GT GD C H L M O
san /sæn.ænˌdreɪ.əsˈfɒlt/ = USER: san, Σαν, Αγίου, προορισμό Σαν, τοποθεσία Σαν

GT GD C H L M O
saw /sɔː/ = NOUN: πριόνι, ρητό, πριόνιο, γνωμικό, παροιμία; VERB: πριονίζω; USER: πριόνι, είδε, είδα, είδαν, είδαμε, είδαμε

GT GD C H L M O
say /seɪ/ = VERB: λέγω; USER: πω, λένε, πει, να πω, πείτε, πείτε

GT GD C H L M O
says /seɪ/ = USER: λέει, λέει ο, λέει η, λέει η

GT GD C H L M O
scaffold /ˈskæf.əʊld/ = NOUN: ικρίωμα, σκαλωσιά, σανίδωμα; USER: ικρίωμα, σκαλωσιά, ικριώματος, σκαλωσιάς, σκαλωσιές

GT GD C H L M O
scan /skæn/ = NOUN: σάρωση; VERB: ανιχνεύω, εξετάζω προσεκτικώς, εξονυχίζω, αναγιγνώσκω εμμέτρως; USER: σάρωση, σαρώσετε, σαρώσει, ανιχνεύσει, σάρωσης

GT GD C H L M O
scans /skæn/ = NOUN: σάρωση; USER: σαρώνει, ανιχνεύει, ελέγχει, σάρωση, σαρώσεις

GT GD C H L M O
science /saɪəns/ = NOUN: επιστήμη; USER: επιστήμη, επιστήμης, της επιστήμης, την επιστήμη, επιστημονικής

GT GD C H L M O
scientists /ˈsaɪən.tɪst/ = NOUN: επιστήμονας, επιστήμων; USER: επιστήμονες, οι επιστήμονες, επιστημόνων, τους επιστήμονες, των επιστημόνων

GT GD C H L M O
second /ˈsek.ənd/ = USER: second-, second, δεύτερος; NOUN: δευτερόλεπτο, πρόταση, μάρτυς μονομαχίας; VERB: υποστηρίζω, σιγοντάρω; USER: δεύτερος, δευτερόλεπτο, δεύτερο, δεύτερη, δεύτερης

GT GD C H L M O
see /siː/ = VERB: βλέπω, καταλαβαίνω; NOUN: επισκοπή; USER: βλέπω, δείτε, βλ., βλέπε, βλέπετε, βλέπετε

GT GD C H L M O
seeing /si:/ = ADJECTIVE: βλέπων; USER: βλέποντας, βλέπουμε, δείτε, δει, να δει

GT GD C H L M O
seek /siːk/ = VERB: ζητώ, επιζητώ, αναζητώ κάτι; USER: αναζητήσουν, επιδιώξει, επιδιώκουν, αναζητούν, ζητούν

GT GD C H L M O
seeking /siːk/ = VERB: ζητώ, επιζητώ, αναζητώ κάτι; USER: αναζήτηση, αναζητούν, που αναζητούν, επιδιώκουν, επιδιώκει

GT GD C H L M O
seem /sēm/ = VERB: φαίνομαι; USER: φαίνεται, φαίνεται ότι, φαίνονται, φαίνεται να, να φαίνεται

GT GD C H L M O
seen /siːn/ = VERB: βλέπω, καταλαβαίνω; USER: δει, φαίνεται, θεωρείται, παρατηρηθεί, παρατηρείται

GT GD C H L M O
self /self/ = PRONOUN: εαυτός; ADJECTIVE: ίδιος; USER: εαυτός, αυτο, εαυτό, αυτό, self

GT GD C H L M O
set /set/ = NOUN: σετ, σειρά, συλλογή, δύση, τάξη, σερβίτσιο; VERB: θέτω, ορίζω, βάζω, τοποθετώ; ADJECTIVE: ορισμένος, σταθερός; USER: σετ, που, ρυθμίσετε, ορίζεται, ορίσετε

GT GD C H L M O
sheep /ʃiːp/ = NOUN: πρόβατα, πρόβατο, αρνί, δέρμα πρόβατου; USER: πρόβατα, πρόβατο, προβάτων, προβατοειδών, τα πρόβατα

GT GD C H L M O
should /ʃʊd/ = USER: θα πρέπει να, πρέπει, πρέπει να, θα πρέπει, θα έπρεπε, θα έπρεπε

GT GD C H L M O
shouldn /ˈʃʊd.ənt/ = USER: έπρεπε

GT GD C H L M O
shows /ʃəʊ/ = NOUN: προβολή, επίδειξη, έκθεση, σόου, θέαμα, θέατρο; VERB: δείχνω, εμφανίζω, φαίνομαι, δεικνύω; USER: παραστάσεις, δείχνει, shows, επιδείξεις, παρουσιάζει

GT GD C H L M O
simple /ˈsɪm.pl̩/ = ADJECTIVE: απλός, εύκολος, απλοϊκός, αφελής; NOUN: απλούς; USER: απλός, απλούς, απλή, απλό, απλά, απλά

GT GD C H L M O
since /sɪns/ = PREPOSITION: seit; CONJUNCTION: seit, da, weil, seitdem, zumal, nun, wo; ADVERB: seitdem, inzwischen; USER: από, αφού, επειδή, από τότε, από το, από το

GT GD C H L M O
smart /smɑːt/ = ADJECTIVE: έξυπνος, κομψός, ξύπνιος, οξύς, ζωηρός, δριμύς; NOUN: μάγκας, πόνος; VERB: πονώ, τσούζω; USER: έξυπνος, έξυπνη, έξυπνο, έξυπνες, έξυπνα

GT GD C H L M O
smarter /smɑːt/ = USER: πιο έξυπνη, εξυπνότερα, πιο έξυπνοι, έξυπνη, εξυπνότερες

GT GD C H L M O
so /səʊ/ = ADVERB: έτσι, λοιπόν, ούτω; CONJUNCTION: ώστε, επομένως, όθεν; USER: έτσι, ώστε, τόσο, έτσι ώστε, έτσι ώστε

GT GD C H L M O
social /ˈsəʊ.ʃəl/ = ADJECTIVE: κοινωνικός; USER: κοινωνικός, κοινωνικής, κοινωνική, κοινωνικών, κοινωνικές

GT GD C H L M O
socially /ˈsəʊ.ʃəl.i/ = USER: κοινωνικά, κοινωνικώς, κοινωνικές, κοινωνική, Σε κοινωνικές

GT GD C H L M O
solutions /səˈluː.ʃən/ = NOUN: διάλυμα, λύση, επίλυση, διάλυση; USER: λύσεις, διαλύματα, λύσεων, λύσεις που, λύσεις για

GT GD C H L M O
solve /sɒlv/ = VERB: λύνω, επιλύω, λύω; USER: επίλυση, την επίλυση, επιλύσει, λύσει, να λύσει

GT GD C H L M O
some /səm/ = PRONOUN: μερικοί, κάποιος, τινές, κάμποσος; ADVERB: περίπου; USER: μερικοί, περίπου, κάποιος, μερικά, κάποια, κάποια

GT GD C H L M O
something /ˈsʌm.θɪŋ/ = PRONOUN: κάτι; USER: κάτι, κάτι που, κάτι το, κάτι για, κάτι για

GT GD C H L M O
sometimes /ˈsʌm.taɪmz/ = ADVERB: μερικές φορές, ενίοτε, πότε πότε, κάπου κάπου; USER: μερικές φορές, ενίοτε, ορισμένες φορές, φορές, συχνά, συχνά

GT GD C H L M O
sophisticated /səˈfistəˌkāt/ = ADJECTIVE: πολύπειρος, ραφιναρισμένος, πονηρευμένος; USER: εξελιγμένα, σοφιστικέ, εξελιγμένο, εξελιγμένες, εκλεπτυσμένο

GT GD C H L M O
sort /sɔːt/ = NOUN: είδος; VERB: ταξινομώ, διαλέγω; USER: είδος, Ταξινόμηση, είδους, ταξινόμησης, Ανά

GT GD C H L M O
source /sɔːs/ = NOUN: πηγή, προέλευση; USER: πηγή, πηγής, κώδικα, προέλευσης, πηγές

GT GD C H L M O
space /speɪs/ = NOUN: χώρος, διάστημα, τόπος; VERB: αραιώνω; USER: διάστημα, χώρος, χώρο, χώρου, κόπηκε

GT GD C H L M O
speaker /ˈspiː.kər/ = NOUN: ομιλητής, μεγάφωνο, ρήτωρ, πρόεδρος βουλής; USER: ομιλητής, μεγάφωνο, ηχείο, ηχείων, ομιλητή

GT GD C H L M O
specialty /ˈspeʃ.əl.ti/ = NOUN: ειδικότητα, σπεσιαλιτέ, ειδικότης, ειδικό χαρακτηριστικό; USER: ειδικότητα, καταλύματα, καταλύματα που, καταλύματα στον, ειδικότητας

GT GD C H L M O
speech /spiːtʃ/ = NOUN: ομιλία, λόγος, φωνή, λαλιά; USER: ομιλία, ομιλίας, λόγου, ομιλία του, λόγο, λόγο

GT GD C H L M O
spoken /ˈspəʊ.kən/ = ADJECTIVE: ομιλούμενος; USER: ομιλούνται, μιλήσει, ομιλείται, που ομιλούνται, μίλησε, μίλησε

GT GD C H L M O
stage /steɪdʒ/ = NOUN: στάδιο, φάση, σκηνή, εξέδρα, λεωφορείο, παλκοσενικό; VERB: αναβιβάζω επί της σκηνής, σκηνοθετώ; USER: στάδιο, φάση, σκηνή, σταδίου, το στάδιο

GT GD C H L M O
start /stɑːt/ = NOUN: αρχή, ξεκίνημα, εκκίνηση, εξάφνισμα; VERB: ξεκινώ, αρχίζω, εκκινώ, αναπηδώ, αναχωρώ, εξαφανίζομαι; USER: αρχή, εκκίνηση, ξεκίνημα, ξεκινήσει, αρχίσει

GT GD C H L M O
starting /stɑːt/ = NOUN: εκκίνηση, ξεκίνημα; ADJECTIVE: εκκινών, αρχίζων; USER: εκκίνηση, εκκίνησης, έναρξη, ξεκινώντας, την έναρξη

GT GD C H L M O
startling /ˈstɑː.tl̩ɪŋ/ = ADJECTIVE: καταπληκτικός, εντυπωσιακός; USER: καταπληκτικός, εντυπωσιακός, τρομάζοντας, εντυπωσιακό, εντυπωσιακή

GT GD C H L M O
states /steɪt/ = NOUN: κράτος, κατάσταση, πολιτεία, δημόσιο, τελετή; VERB: αναφέρω, δηλώνω, εκθέτω; USER: Τα κράτη, κράτη, αναφέρει, δηλώνει, Πολιτείες

GT GD C H L M O
statistic /stəˈtɪs.tɪk/ = ADJECTIVE: στατιστικός; USER: στατιστική, στατιστικό, στατιστικά, στατιστικό στοιχείο, στατιστικό αποτέλεσμα

GT GD C H L M O
stiff /stɪf/ = ADJECTIVE: δύσκαμπτος, σκληρός, άκαμπτος, αλύγιστος; USER: δύσκαμπτος, σκληρός, άκαμπτος, σκληρό, άκαμπτο

GT GD C H L M O
stitch /stɪtʃ/ = NOUN: βελονιά, σουβλιά πόνου; VERB: βελονιάζω, ράπτω; USER: βελονιά, βελονιών, βελονιάς, ραφή, ραφής

GT GD C H L M O
strides /straɪd/ = NOUN: δρασκελιά, μέγα βήμα; USER: άλματα, βήματα, διασκελισμούς, πρόοδο, βήματα για

GT GD C H L M O
study /ˈstʌd.i/ = NOUN: μελέτη, σπουδή, διάβασμα, σπουδαστήριο; VERB: μελετώ, σπουδάζω; USER: μελέτη, μελετήσει, τη μελέτη, μελετήσουν, σπουδάσουν, σπουδάσουν

GT GD C H L M O
subtitles /ˈsʌbˌtaɪ.tl̩/ = NOUN: υπότιτλος; USER: υπότιτλοι, υπότιτλους, subtitles, υποτίτλων, υπότιτλου

GT GD C H L M O
subtle /ˈsʌt.əl/ = ADJECTIVE: λεπτός, ευφυής, πανούργος; USER: λεπτός, λεπτή, λεπτές, λεπτό, ανεπαίσθητες

GT GD C H L M O
succeeds /səkˈsiːd/ = VERB: πετυχαίνω, διαδέχομαι, επιτυγχάνω; USER: επιτυγχάνει, καταφέρνει, καταφέρνει να, διαδέχεται, πετυχαίνει

GT GD C H L M O
success /səkˈses/ = NOUN: επιτυχία, σουξέ; USER: επιτυχία, επιτυχίας, την επιτυχία, η επιτυχία, επιτυχία της

GT GD C H L M O
such /sʌtʃ/ = PRONOUN: τέτοιος, τοιούτος, τάδε; USER: τέτοιος, όπως, τέτοια, εν λόγω, αυτών, αυτών

GT GD C H L M O
sure /ʃɔːr/ = ADJECTIVE: σίγουρος, βέβαιος, ασφαλής; ADVERB: βέβαια; USER: βέβαιος, σίγουρος, ότι, σίγουροι, βεβαιωθείτε, βεβαιωθείτε

GT GD C H L M O
surpass /səˈpɑːs/ = NOUN: χειρουργός; USER: ξεπεράσει, ξεπερνούν, να ξεπεράσει, ξεπεράσουν, ξεπεράσει τα

GT GD C H L M O
surprising /səˈpraɪ.zɪŋ/ = ADJECTIVE: εκπληκτικός; USER: εκπληκτικός, έκπληξη, εκπληκτικό, έκπληξη το γεγονός, προκαλεί έκπληξη

GT GD C H L M O
surreal /səˈrɪəl/ = USER: σουρεαλιστικό, σουρεαλιστική, σουρεαλιστικές, surreal, σουρεαλιστικά

GT GD C H L M O
sustainable /səˈstānəbəl/ = ADJECTIVE: ανεκτός, υποστηρικτός; USER: βιώσιμης, αειφόρο, αειφόρου, βιώσιμη, αειφόρος

GT GD C H L M O
sympathy /ˈsɪm.pə.θi/ = NOUN: συμπάθεια, συμπόνια; USER: συμπάθεια, συμπόνια, συμπάθειά, συμπάθειας, τη συμπάθειά

GT GD C H L M O
system /ˈsɪs.təm/ = NOUN: σύστημα, μέθοδος; USER: σύστημα, συστήματος, του συστήματος, το σύστημα, το σύστημα

GT GD C H L M O
systems /ˈsɪs.təm/ = NOUN: σύστημα, μέθοδος; USER: συστήματα, συστημάτων, τα συστήματα, των συστημάτων, σύστημα

GT GD C H L M O
t /tiː/ = USER: t, τ, Μ, τόνο, ί

GT GD C H L M O
tackling /ˈtæk.l̩/ = NOUN: εφόδια, εξάρτια; USER: αντιμετώπιση, αντιμετώπιση της, την αντιμετώπιση, την αντιμετώπιση της, αντιμετώπιση των

GT GD C H L M O
takes /teɪk/ = VERB: παίρνω, λαμβάνω; USER: λαμβάνει, παίρνει, χρειάζεται, διαρκεί, αναλαμβάνει

GT GD C H L M O
taking /tāk/ = NOUN: λήψη, κατάληψη; ADJECTIVE: ελκυστικός, λαμβάνων; USER: λήψη, λαμβάνοντας, τη λήψη, λαμβανομένων, λαμβάνουν, λαμβάνουν

GT GD C H L M O
talks /tɔːk/ = NOUN: ομιλία, κουβέντα, συνδιάλεξη; VERB: μιλώ, συνομιλώ, κουβεντιάζω, ομιλώ; USER: συνομιλίες, συνομιλιών, τις συνομιλίες, συζητήσεις, μιλά

GT GD C H L M O
tapestry /ˈtæp.ɪ.stri/ = NOUN: ταπισερί, κεντητό παραπέτασμα, τάπητας τοίχου; USER: ταπισερί, μωσαϊκό, ταπετσαρία, τάπητα, υφαντό

GT GD C H L M O
technologies /tekˈnɒl.ə.dʒi/ = NOUN: τεχνολογία; USER: τεχνολογιών, τεχνολογίες, των τεχνολογιών, τεχνολογίες που, τεχνολογίες της

GT GD C H L M O
technology /tekˈnɒl.ə.dʒi/ = NOUN: τεχνολογία; USER: τεχνολογία, τεχνολογίας, της τεχνολογίας, την τεχνολογία, τεχνολογιών

GT GD C H L M O
ted /ted/ = VERB: απλώνω χόρτα, ξυραίνω χόρτα; USER: ted, το TED, με το TED, του TED, Τεντ

GT GD C H L M O
tedx

GT GD C H L M O
tell /tel/ = VERB: λέγω, διηγούμαι, ιστορώ, αριθμώ; USER: πείτε, πει, πω, ενημερώστε, λένε

GT GD C H L M O
terminator /ˈtərməˌnātər/ = NOUN: τελειωτής; USER: τερματισμού, περατώσεως, καταληκτικές, καταληκτική, τερματισμού της

GT GD C H L M O
terms /tɜːm/ = NOUN: όροι; USER: όροι, όρους, αφορά, άποψη, όρων

GT GD C H L M O
than /ðæn/ = CONJUNCTION: από, παρά; USER: από, παρά, των, από το, από το

GT GD C H L M O
thank /θæŋk/ = VERB: ευχαριστώ; USER: ευχαριστώ, ευχαριστήσω, ευχαριστήσω τον, ευχαριστούμε, ευχαριστήσουμε

GT GD C H L M O
thanks /θæŋks/ = NOUN: ευχαριστίες; USER: ευχαριστίες, ευχαριστώ, χάρη, Ευχαριστούμε, Thanks

GT GD C H L M O
that /ðæt/ = CONJUNCTION: ότι, ώστε, πως; ADVERB: τόσο; PRONOUN: εκείνος, όστις; USER: ότι, πως, ώστε, που, ότι η, ότι η

GT GD C H L M O
the /ðiː/ = ARTICLE: ο; USER: ο, η, το, την, της

GT GD C H L M O
their /ðeər/ = PRONOUN: τους, αυτών των, δικός τους; USER: τους, του, τους για, των, των

GT GD C H L M O
them /ðem/ = PRONOUN: τους, αυτούς; USER: τους, αυτούς, τα, τις, αυτά, αυτά

GT GD C H L M O
then /ðen/ = ADVERB: τότε, έπειτα, λοιπόν; USER: τότε, έπειτα, στη συνέχεια, συνέχεια, κατόπιν, κατόπιν

GT GD C H L M O
theory /ˈθɪə.ri/ = NOUN: θεωρία; USER: θεωρία, θεωρίας, τη θεωρία, θεωρητικά, η θεωρία

GT GD C H L M O
there /ðeər/ = ADVERB: εκεί; USER: εκεί, υπάρχει, υπάρχουν, υφίσταται, υπάρξει, υπάρξει

GT GD C H L M O
these /ðiːz/ = PRONOUN: αυτοί, ούτοι; USER: αυτοί, αυτά, αυτές, αυτών, αυτά τα, αυτά τα

GT GD C H L M O
they /ðeɪ/ = PRONOUN: αυτοί; USER: αυτοί, που, ότι, να, θα, θα

GT GD C H L M O
things /θɪŋ/ = NOUN: πράγμα; USER: τα πράγματα, πράγματα, πράγματα που, πραγμάτων, δραστηριότητες, δραστηριότητες

GT GD C H L M O
think /θɪŋk/ = VERB: νομίζω, σκέπτομαι, φρονώ, κρίνω, συλλογίζομαι; USER: νομίζω, ότι, σκεφτείτε, σκέφτονται, νομίζετε, νομίζετε

GT GD C H L M O
thinking /ˈθɪŋ.kɪŋ/ = NOUN: σκέψη; ADJECTIVE: σκεπτόμενος; USER: σκέψη, σκεπτόμενος, σκέψης, σκέφτεται, σκέφτεστε, σκέφτεστε

GT GD C H L M O
this /ðɪs/ = PRONOUN: αυτό, τούτος, ούτος; USER: αυτό, αυτή, Αυτό το, αυτή η, Η παρούσα, Η παρούσα

GT GD C H L M O
those /ðəʊz/ = PRONOUN: tamti; USER: εκείνοι, εκείνους, εκείνες, αυτές, εκείνων, εκείνων

GT GD C H L M O
thought /θɔːt/ = NOUN: σκέψη, στοχασμός, αναλογισμός; USER: σκέψη, σκεφτεί, ότι, θεωρούν, σκέφτηκε, σκέφτηκε

GT GD C H L M O
through /θruː/ = ADVERB: διά μέσου, πέρα πέρα, κατ' ευθείαν; ADJECTIVE: τελειομένος; USER: μέσω, μέσω της, μέσα, μέσω του, με, με

GT GD C H L M O
time /taɪm/ = NOUN: φορά, ώρα, χρόνος, εποχή, καιρός; VERB: κανονίζω τον καιρό, μετρώ τον καιρό, συγχρονίζω; USER: χρόνος, ώρα, φορά, καιρός, εποχή, εποχή

GT GD C H L M O
to /tuː/ = USER: to-, to, για, προς, μέχρι, εις; USER: να, για, προς, μέχρι, σε, σε

GT GD C H L M O
today /təˈdeɪ/ = ADVERB: σήμερα; USER: σήμερα, σημερινή, σημερινό, σήμερα το, σήμερα το

GT GD C H L M O
together /təˈɡeð.ər/ = ADVERB: μαζί, ομού, αντάμα; USER: μαζί, κοινού, από κοινού, καθώς, συνδυασμό

GT GD C H L M O
tools /tuːl/ = NOUN: εργαλεία; USER: εργαλεία, εργαλείων, τα εργαλεία

GT GD C H L M O
topic /ˈtɒp.ɪk/ = NOUN: θέμα, ζήτημα; USER: θέμα, θέματος, το θέμα, Θ.Ενότητας, topic

GT GD C H L M O
transition /trænˈzɪʃ.ən/ = NOUN: μετάβαση, μετάπτωση, αλλαγή; USER: μετάβαση, μετάβασης, μεταβατική, μεταβατικής, μεταβατικό στάδιο

GT GD C H L M O
tremendous /trɪˈmen.dəs/ = ADJECTIVE: τρομακτικός, καταπληκτικός, τρομαχτικός; USER: τεράστια, τεράστιες, τεράστιο, τρομερή, τρομακτική

GT GD C H L M O
trends /trend/ = NOUN: τάση, ροπή, φορά; USER: τάσεις, τάσεων, τις τάσεις, οι τάσεις, τάσεις της

GT GD C H L M O
try /traɪ/ = VERB: προσπαθώ, δοκιμάζω, δικάζω, εκδικάζω; NOUN: δοκιμή, προσπάθεια; USER: προσπαθώ, δοκιμή, προσπάθεια, δοκιμάσετε, δοκιμάστε, δοκιμάστε

GT GD C H L M O
two /tuː/ = USER: two-, two; USER: δυο, δύο, τα δύο, τα δύο

GT GD C H L M O
understand /ˌʌn.dəˈstænd/ = VERB: pochopit, porozumět, rozumět, chápat, vyrozumět, usuzovat, mít pochopení; USER: καταλαβαίνω, κατανοώ, κατανοήσουν, κατανοήσουμε, καταλάβετε, καταλάβετε

GT GD C H L M O
unintended /ˌəninˈtendid/ = ADJECTIVE: ακούσιος; USER: ακούσιος, ακούσια, ακούσιας, ακούσιες, ανεπιθύμητες

GT GD C H L M O
unite /jʊˈnaɪt/ = VERB: ενώνω, ενώ, συνενώ, ενούμαι; USER: ενώσει, ενώνουν, ενωθούν, ενωθούμε, ενώσουμε

GT GD C H L M O
university /ˌyo͞onəˈvərsətē/ = NOUN: πανεπιστήμιο; USER: πανεπιστήμιο, πανεπιστημίου, πανεπιστημίων, πανεπιστημιακών, πανεπιστημιακή, πανεπιστημιακή

GT GD C H L M O
unscripted /ˌənˈskriptid/ = USER: unscripted, αποδέκτης αιτιάσεων,

GT GD C H L M O
unstructured /ˌənˈstrəkCHərd/ = USER: αδόμητες, αδόμητα, αδόμητη, αδόμητων, μη δομημένα

GT GD C H L M O
up /ʌp/ = PREPOSITION: επάνω, πάνω; ADVERB: άνω; ADJECTIVE: όρθιος; VERB: εγείρομαι, υψώνω; USER: επάνω, πάνω, άνω, μέχρι, έως, έως

GT GD C H L M O
us /ʌs/ = PRONOUN: μας, εμάς; USER: μας, εμάς, μαζί μας, us, μας να, μας να

GT GD C H L M O
use /juːz/ = NOUN: χρήση, χρησιμότητα, συνήθεια, μεταχείριση, χρησιμότης; VERB: χρησιμοποιώ, συνηθίζω, κάνω χρήση, μεταχειρίζομαι; USER: χρήση, χρησιμοποιώ, χρησιμοποιήσετε, χρησιμοποιούν, χρησιμοποιείτε

GT GD C H L M O
useful /ˈjuːs.fəl/ = ADJECTIVE: χρήσιμος, επωφελής, ωφέλιμος; USER: χρήσιμος, χρήσιμα, χρήσιμο, χρήσιμες, χρήσιμη

GT GD C H L M O
using /juːz/ = VERB: χρησιμοποιώ, συνηθίζω, κάνω χρήση, μεταχειρίζομαι; USER: χρησιμοποιώντας, χρήση, τη χρήση, με, χρησιμοποιούν, χρησιμοποιούν

GT GD C H L M O
vacuum /ˈvæk.juːm/ = NOUN: κενό; USER: κενό, κενού, κενώ, σκούπα, κενόν

GT GD C H L M O
various /ˈveə.ri.əs/ = ADJECTIVE: διάφορος, ποικίλος, πάντος είδους; USER: διάφορα, διάφορες, διαφόρων, των διαφόρων, διάφορους

GT GD C H L M O
ve / -v/ = USER: ve, κο, πάει εκεί, νβ, νβ

GT GD C H L M O
very /ˈver.i/ = ADVERB: πολύ, ακριβώς, λίαν, ακόμη και; ADJECTIVE: αληθής, ατούσιος; USER: πολύ, ιδιαίτερα, είναι πολύ, ακριβώς, ακριβώς

GT GD C H L M O
victor /ˈvɪk.tər/ = NOUN: νικητής, βίκτορας; USER: νικητής, Victor, νικητή, Βίκτωρ, Βίκτορ

GT GD C H L M O
video /ˈvɪd.i.əʊ/ = NOUN: βίντεο, τηλεόραση; ADJECTIVE: τηλεοπτικός; USER: βίντεο, το βίντεο, εικόνας

GT GD C H L M O
visual /ˈvɪʒ.u.əl/ = ADJECTIVE: οπτικός; USER: οπτικός, οπτική, οπτικό, οπτικής, οπτικά

GT GD C H L M O
vs = USER: vs, εναντίον, έναντι, εναντίον της, εναντίον του

GT GD C H L M O
walk /wɔːk/ = VERB: περπατώ, βαδίζω, περιπατώ; NOUN: περίπατος, βόλτα, πεζοπορία, βάδισμα; USER: περπατώ, περίπατος, βόλτα, πόδια, τα πόδια, τα πόδια

GT GD C H L M O
walt = USER: Walt, την Walt, του Walt, η Walt, ο Walt,

GT GD C H L M O
warm /wɔːm/ = ADJECTIVE: ζεστός, θερμός, μετριώς θερμός; VERB: θερμαίνω; USER: ζεστός, θερμός, ζεστό, ζεστή, ζεστά

GT GD C H L M O
was /wɒz/ = USER: ήταν, είχε, έγινε, έγινε

GT GD C H L M O
watch /wɒtʃ/ = NOUN: ρολόι, επιτήρηση, αγρυπνία, φρουρός, φρουρά, ωρολόγιο φρούρησης; VERB: παρακολουθώ, προσέχω, φρουρώ, παρατηρώ καλώς, επιτηρώ, επαγρυπνώ; USER: ρολόι, παρακολουθώ, παρακολουθήσετε, παρακολουθήσουν, δείτε

GT GD C H L M O
water /ˈwɔː.tər/ = NOUN: νερό, ύδωρ; VERB: ποτίζω, νερώνω; USER: νερό, ύδωρ, νερού, ύδατος, υδάτων

GT GD C H L M O
way /weɪ/ = NOUN: τρόπος, δρόμος, μέσο, διαδρομή, οδός, πέρασμα; USER: τρόπος, δρόμος, τρόπο, τρόπος για, τον τρόπο, τον τρόπο

GT GD C H L M O
ways /-weɪz/ = NOUN: τρόπος, δρόμος, μέσο, διαδρομή, οδός, πέρασμα; USER: τρόπους, τρόπων, τους τρόπους, τρόποι, τρόπους για, τρόπους για

GT GD C H L M O
we /wiː/ = PRONOUN: εμείς; USER: εμείς, θα, που, έχουμε, μπορούμε, μπορούμε

GT GD C H L M O
well /wel/ = ADVERB: καλά, καλώς; NOUN: πηγάδι, φρέαρ, πηγή; ADJECTIVE: υγιής; VERB: αναβλύζω; USER: καλά, καλώς, και, επίσης, καθώς, καθώς

GT GD C H L M O
were /wɜːr/ = USER: ήταν, είχαν, ήσαν, οι, οι

GT GD C H L M O
what /wɒt/ = PRONOUN: τι, τις, ποιός, ποσόν; USER: τι, αυτό, αυτό που, ποια, ποια

GT GD C H L M O
when /wen/ = CONJUNCTION: όταν, άμα; ADVERB: πότε; USER: όταν, κατά, κατά την, πότε, πότε

GT GD C H L M O
where /weər/ = CONJUNCTION: όπου; ADVERB: που; USER: όπου, που, όταν, εφόσον, εφόσον

GT GD C H L M O
whether /ˈweð.ər/ = CONJUNCTION: αν, εάν, είτε; USER: αν, εάν, είτε, κατά πόσον, πόσον

GT GD C H L M O
which /wɪtʃ/ = PRONOUN: ο οποίος, ποιός; USER: ο οποίος, που, οποία, η οποία, οποίο, οποίο

GT GD C H L M O
white /waɪt/ = NOUN: λευκό; ADJECTIVE: λευκός, άσπρος; USER: λευκό, λευκός, άσπρο, λευκή, λευκά, λευκά

GT GD C H L M O
will /wɪl/ = USER: will-, will, would, shall, βούληση, θέληση, διαθήκη; VERB: θέλω, διαθέτω, δίνω για διαθήκη; USER: θα, θα είναι, βούληση, θέληση, θέληση

GT GD C H L M O
wired /waɪəd/ = VERB: εφοδιάζω με σύρματα, συνδέω με σύρματα, τηλεγραφώ; USER: ενσύρματο, ενσύρματη, ενσύρματα, ενσύρματες, ενσύρματη σύνδεση

GT GD C H L M O
wisdom /ˈwɪz.dəm/ = NOUN: σοφία, φρόνηση, σύνεση; USER: σοφία, φρόνηση, σοφίας, τη σοφία, η σοφία

GT GD C H L M O
with /wɪð/ = PREPOSITION: με, μαζί, μετά, συν; USER: με, με το, με την, με τις, με τα, με τα

GT GD C H L M O
working /ˈwɜː.kɪŋ/ = ADJECTIVE: εργαζόμενος; NOUN: τρόπος εργασίας; USER: εργασίας, εργάσιμες, που εργάζονται, εργάζονται, εργάζεται

GT GD C H L M O
works /wɜːk/ = NOUN: εργοστάσιο; USER: έργα, λειτουργεί, εργάζεται, δουλεύει, εργοστασίου, εργοστασίου

GT GD C H L M O
world /wɜːld/ = NOUN: κόσμος, υφήλιος, σύμπαν; USER: κόσμος, κόσμο, κόσμου, παγκοσμίως, παγκόσμια, παγκόσμια

GT GD C H L M O
worldwide /ˌwɜːldˈwaɪd/ = ADJECTIVE: παγκόσμιος; USER: παγκόσμιος, όλο τον κόσμο, σε όλο τον κόσμο, παγκοσμίως, παγκόσμια

GT GD C H L M O
worry /ˈwʌr.i/ = NOUN: ανησυχία, στενοχώρια, μπελάς, σκοτούρα; VERB: ανησυχώ, στενοχωριέμαι, παιδεύω, στενοχωρούμαι, στενοχωρώ, βασανίζω, σκοτίζω, σκοτίζομαι; USER: ανησυχία, ανησυχώ, ανησυχείτε, ανησυχούν, ανησυχείς

GT GD C H L M O
would /wʊd/ = USER: would-, will, would, shall; USER: θα, θα ήταν, κάνατε, θα μπορούσε, θα μπορούσε

GT GD C H L M O
writer /ˈraɪ.tər/ = NOUN: συγγραφέας, γράφων, γραψάς, συντάκτης κείμενου; USER: συγγραφέας, συγγραφέα, εγγραφής

GT GD C H L M O
wrote /rəʊt/ = VERB: γράφω, συνθέτω, συγγράφω; USER: έγραψε, έγραψε τις, έγραψαν, έγραφε, έγραψα

GT GD C H L M O
years /jɪər/ = NOUN: έτος, χρόνος; USER: χρόνια, έτη, ετών, χρονών, χρονών

GT GD C H L M O
yielding /ˈjiːl.dɪŋ/ = NOUN: ενδοτικότητα, παραγωγικότητα, παραγωγικότης, ενδοτικότης; ADJECTIVE: υποχωρητικός; USER: αποδίδοντας, δίδοντας, παρέχοντας, δίνοντας, αποδίδει

GT GD C H L M O
you /juː/ = PRONOUN: εσείς, εσύ, σείς, σύ; USER: εσείς, εσύ, σας, μπορείτε, που, που

GT GD C H L M O
young /jʌŋ/ = ADJECTIVE: νέος, νεαρός; NOUN: νιάτα, νεογνό ζώου; USER: νέος, νεαρός, μικρά, νεαρή, νέων, νέων

GT GD C H L M O
your /jɔːr/ = PRONOUN: váš, svůj, tvůj; USER: σας, σου, σας για, το, το

GT GD C H L M O
zoo /zuː/ = NOUN: ζωολογικός κήπος; USER: ζωολογικός κήπος, ζωολογικό κήπο, ζωολογικού κήπου, zoo, ζωολογικών κήπων

692 words