Greek Vocabulary
Click on letter: GT-Google Translate; GD-Google Define; H-Collins; L-Longman; M-Macmillan; O-Oxford; © or C-Cambridge
GT
GD
C
H
L
M
O
a
GT
GD
C
H
L
M
O
ability
/əˈbɪl.ɪ.ti/ = NOUN: ικανότητα, δυνατότητα, επιδεξιότητα, ευφυία;
USER: ικανότητα, δυνατότητα, ικανότητά, την ικανότητα, την ικανότητά
GT
GD
C
H
L
M
O
able
/ˈeɪ.bl̩/ = ADJECTIVE: ικανός, δυνάμενος, αρμόδιος, άξιος, όποιος μπορεί να, όποιος καταφέρνει, όποιος κατορθώνει, όποιος είναι στη θέση να;
USER: ικανός, θέση, σε θέση, μπορούν, μπορεί
GT
GD
C
H
L
M
O
about
/əˈbaʊt/ = ADVERB: περίπου, γύρω, κοντά, κατά προσέγγιση, ολόγυρα, παντού, πλησίον;
PREPOSITION: για, σχετικά με, περί, γύρω από, επάνω;
USER: περίπου, για, σχετικά με, σχετικά, για το
GT
GD
C
H
L
M
O
achieve
/əˈtʃiːv/ /əˈtʃiːv/ = VERB: κατορθώνω, επιτελώ, επιτυχαίνω;
USER: επίτευξη, επιτύχουν, επιτευχθεί, την επίτευξη, επιτύχει
GT
GD
C
H
L
M
O
achieved
/əˈtʃiːv/ = VERB: κατορθώνω, επιτελώ, επιτυχαίνω;
USER: επιτευχθεί, επιτυγχάνεται, επιτυγχάνονται, επιτευχθούν, επιτεύχθηκε
GT
GD
C
H
L
M
O
across
/əˈkrɒs/ = ADVERB: απέναντι, πέραν, εγκαρσίως;
PREPOSITION: διά μέσου;
USER: απέναντι, πέραν, όλη, σε όλη, ολόκληρη
GT
GD
C
H
L
M
O
actions
/ˈæk.ʃən/ = NOUN: δράση, ενέργεια, αγωγή, πράξη, λειτουργία, μάχη, επήρεια;
USER: δράσεις, ενέργειες, δράσεων, ενεργειών, τις δράσεις
GT
GD
C
H
L
M
O
actually
/ˈæk.tʃu.ə.li/ = ADVERB: πράγματι, πραγματικά;
USER: πραγματικά, πράγματι, πραγματικότητα, στην πραγματικότητα, όντως, όντως
GT
GD
C
H
L
M
O
add
/æd/ = VERB: προσθέτω, αθροίζω;
USER: προσθήκη, προσθέσετε, προσθέστε, προσθέσει, πρόσθεσε, πρόσθεσε
GT
GD
C
H
L
M
O
adept
/əˈdept/ = ADJECTIVE: έμπειρος, ειδήμων, πεπειραμένος;
USER: έμπειρος, έμπειροι, ειδήμονες, ικανοί, μύστης
GT
GD
C
H
L
M
O
affect
/əˈfekt/ = VERB: επηρεάζω, επιδρώ, προσβάλλω, προσποιούμαι, επιτηδεύομαι;
USER: επηρεάζουν, επηρεάσουν, επηρεάζει, επηρεάσει, να επηρεάσει
GT
GD
C
H
L
M
O
again
/əˈɡenst/ = ADVERB: πάλι, ξανά, εκ νέου;
USER: πάλι, ξανά, εκ νέου, και πάλι, φορά, φορά
GT
GD
C
H
L
M
O
age
/eɪdʒ/ = NOUN: ηλικία, εποχή;
VERB: γηράσκω, γερνώ, παλαιώνω;
USER: ηλικία, εποχή, ηλικίας, την ηλικία, ετών
GT
GD
C
H
L
M
O
agent
/ˈeɪ.dʒənt/ = NOUN: μέσο, παράγων, πράκτορας, αντιπρόσωπος, συντελεστής, αγών, πράκτωρας;
ADJECTIVE: αίτιος;
USER: πράκτορας, παράγων, μέσο, αντιπρόσωπος, παράγοντα
GT
GD
C
H
L
M
O
agriculture
/ˈagriˌkəlCHər/ = NOUN: γεωργία, γεωπονία;
USER: γεωργία, γεωργίας, τη γεωργία, της γεωργίας, τομέα της γεωργίας
GT
GD
C
H
L
M
O
aims
/eɪm/ = NOUN: σκοπός;
VERB: σκοπεύω, σημαδεύω;
USER: στοχεύει, αποβλέπει, Στόχος, αποσκοπεί, στόχο
GT
GD
C
H
L
M
O
alive
/əˈlaɪv/ = ADJECTIVE: ζωντανός, ζων;
USER: ζωντανός, ζωντανή, ζωντανό, ζωή, ζωντανοί
GT
GD
C
H
L
M
O
all
/ɔːl/ = ADJECTIVE: όλα, όλες, όλοι, όλη, όλο, όλος, πας, απάντες;
NOUN: το όλο;
ADVERB: όλως;
USER: όλα, όλες, όλοι, όλη, όλο, όλο
GT
GD
C
H
L
M
O
allow
/əˈlaʊ/ = VERB: επιτρέπω, παραδέχομαι, παραχωρώ, δέχομαι, χορηγώ, καταλογίζω, αφήνω στο περιθώριο;
USER: επιτρέπουν, επιτρέπει, επιτρέψει, να επιτρέψει, επιτρέψουν
GT
GD
C
H
L
M
O
allows
/əˈlaʊ/ = VERB: επιτρέπω, παραδέχομαι, παραχωρώ, δέχομαι, χορηγώ, καταλογίζω, αφήνω στο περιθώριο;
USER: επιτρέπει, επιτρέπει την, επιτρέπει στους, επιτρέπει σε, σας επιτρέπει
GT
GD
C
H
L
M
O
already
/ɔːlˈred.i/ = ADVERB: ήδη, από τώρα;
USER: ήδη, έχουν ήδη, που έχουν ήδη, έχει ήδη, που ήδη, που ήδη
GT
GD
C
H
L
M
O
also
/ˈɔːl.səʊ/ = ADVERB: επίσης, επί πλέον;
USER: επίσης, και, επίσης να, επίσης να
GT
GD
C
H
L
M
O
amazing
/əˈmeɪ.zɪŋ/ = ADJECTIVE: καταπληκτικός;
USER: καταπληκτικός, καταπληκτική, καταπληκτικό, εκπληκτικό, εκπληκτική
GT
GD
C
H
L
M
O
amazingly
/əˈmeɪ.zɪŋ/ = ADVERB: καταπληκτικά;
USER: καταπληκτικά, εκπληκτικά, απίστευτα
GT
GD
C
H
L
M
O
among
/əˈmʌŋ/ = PREPOSITION: αναμεταξύ;
USER: μεταξύ, μεταξύ των, ανάμεσα, ανάμεσα σε, στους, στους
GT
GD
C
H
L
M
O
an
/ən/ = ARTICLE: ένα, μια, ένας;
USER: ένα, μια, ένας, μία, η
GT
GD
C
H
L
M
O
analyzed
/ˈæn.əl.aɪz/ = VERB: αναλύω;
USER: αναλύονται, αναλύθηκαν, αναλυθούν, ανέλυσε, αναλυθεί
GT
GD
C
H
L
M
O
anchors
/ˈæŋ.kər/ = NOUN: άγκυρα;
USER: άγκυρες, αγκύρια, αγκυρίων, αγκυρών, αγκυρώσεις
GT
GD
C
H
L
M
O
ancient
/ˈeɪn.ʃənt/ = ADJECTIVE: αρχαίος, παλαιός;
USER: αρχαίος, αρχαία, αρχαίας, αρχαίο, αρχαίων
GT
GD
C
H
L
M
O
and
/ænd/ = CONJUNCTION: και;
USER: και, και την, και να, και της, και των, και των
GT
GD
C
H
L
M
O
android
/ˈæn.drɔɪd/ = USER: android, το Android, ανδροειδών, αρρενωπό, ανδροειδές
GT
GD
C
H
L
M
O
androids
/ˈæn.drɔɪd/ = USER: ανδροειδή, androids, ανδροειδών, τα ανδροειδή, androids τις
GT
GD
C
H
L
M
O
animating
/ˈæn.ɪ.mət/ = VERB: εμψυχώνω, ζωογονώ;
USER: εμψύχωση, κινητοποιήσεως, animating, αναβοσβήνουν, ζωογόνο,
GT
GD
C
H
L
M
O
animation
/ˌæn.ɪˈmeɪ.ʃən/ = NOUN: εμψύχωση, αναζωογόνηση, ζωηρότητα;
USER: εμψύχωση, animation, κινούμενα σχέδια, κινουμένων σχεδίων, κίνηση
GT
GD
C
H
L
M
O
any
/ˈen.i/ = PRONOUN: κάθε, καθόλου, όποιος, πας;
USER: κάθε, οποιαδήποτε, οποιοδήποτε, τυχόν, οποιασδήποτε, οποιασδήποτε
GT
GD
C
H
L
M
O
anybody
/ˈen.iˌbɒd.i/ = PRONOUN: οποιοσδήποτε, οιοσδήποτε;
USER: οποιοσδήποτε, κανέναν, κανείς, κάποιος, οποιονδήποτε
GT
GD
C
H
L
M
O
applause
/əˈplɔːz/ = NOUN: χειροκροτήματα, επιδοκιμασία, επευφημία;
USER: χειροκροτήματα, χειροκρότημα, επιδοκιμασία
GT
GD
C
H
L
M
O
applications
/ˌæp.lɪˈkeɪ.ʃən/ = NOUN: εφαρμογή, αίτηση, επίθεση, επίθεμα, επίδοση;
USER: εφαρμογές, αιτήσεις, εφαρμογών, αιτήσεων, οι αιτήσεις
GT
GD
C
H
L
M
O
approach
/əˈprəʊtʃ/ = NOUN: προσέγγιση;
VERB: πλησιάζω;
USER: προσέγγιση, προσέγγισης, προσέγγιση που, την προσέγγιση, προσέγγιση της
GT
GD
C
H
L
M
O
appropriate
/əˈprəʊ.pri.ət/ = ADJECTIVE: κατάλληλος;
VERB: προορίζω, σφετερίζομαι;
USER: κατάλληλος, κατάλληλη, κατάλληλα, κατάλληλο, κατάλληλες
GT
GD
C
H
L
M
O
are
/ɑːr/ = NOUN: εκτάριο;
VERB: ενικό και πλυθιντικό του είναι;
USER: είναι, Δεν, έχουν, τα, οι, οι
GT
GD
C
H
L
M
O
arrival
/əˈraɪ.vəl/ = NOUN: άφιξη, φθάσιμο, κατάληξη σε ένα συμπέρασμα, άλευση;
USER: άφιξη, άφιξης, την άφιξη, άφιξή, την άφιξή
GT
GD
C
H
L
M
O
art
/ɑːt/ = NOUN: τέχνη;
USER: τέχνη, τέχνης, Art, άρθ, τεχνική
GT
GD
C
H
L
M
O
artificial
/ˌɑː.tɪˈfɪʃ.əl/ = ADJECTIVE: τεχνητός;
USER: τεχνητός, τεχνητή, τεχνητό, τεχνητά, τεχνητές
GT
GD
C
H
L
M
O
artistic
/ɑːˈtɪs.tɪk/ = ADJECTIVE: καλλιτεχνικός;
USER: καλλιτεχνικός, καλλιτεχνική, καλλιτεχνικής, καλλιτεχνικό, καλλιτεχνικές
GT
GD
C
H
L
M
O
artistry
/ˈɑː.tɪ.stri/ = NOUN: καλλιτεχνία, καλαισθησία;
USER: καλλιτεχνία, τέχνη, μεράκι, τέχνης, καλλιτεχνίας
GT
GD
C
H
L
M
O
arts
/ɑːt/ = NOUN: τέχνη;
USER: τέχνες, τεχνών, Arts, τέχνης
GT
GD
C
H
L
M
O
as
/əz/ = CONJUNCTION: ως, καθώς, επειδή;
USER: ως, καθώς, όπως, και, και
GT
GD
C
H
L
M
O
assemble
/əˈsem.bl̩/ = NOUN: προσβολή, βίαιη επίθεση, επίθεσις;
VERB: προσβάλλω;
USER: συναρμολόγηση, συγκεντρώνουν, συγκεντρώσει, συγκεντρώσουν, συγκεντρωθούν
GT
GD
C
H
L
M
O
at
/ət/ = PREPOSITION: στο, κατά, στη, στον, εις, εν;
NOUN: παπάκι;
USER: στο, κατά, στη, στον, σε, σε
GT
GD
C
H
L
M
O
audio
/ˈɔː.di.əʊ/ = USER: audio, ήχου, ήχο, ήχος, ακουστικά
GT
GD
C
H
L
M
O
awakening
/əˈweɪ.kən.ɪŋ/ = NOUN: αφύπνιση;
USER: αφύπνιση, ξύπνημα, αφύπνισης, αφύπνησης
GT
GD
C
H
L
M
O
awards
/əˈwɔːd/ = NOUN: βραβείο, επιδίκαση;
VERB: απονέμω, επιδικάζω;
USER: Βραβεία, τα βραβεία, Διακρίσεις, βραβείων, Choice Τα
GT
GD
C
H
L
M
O
babies
/ˈbeɪ.bi/ = NOUN: μωρό, βρέφος, νήπιο;
USER: μωρά, τα μωρά, βρέφη, μωρά που, μωρών
GT
GD
C
H
L
M
O
back
/bæk/ = ADVERB: πίσω, οπίσω, όπισθεν;
NOUN: πλάτη, βάθος, νώτα, κώλος;
VERB: υποστηρίζω, οπισθοχωρώ;
USER: πίσω, πλάτη, back, πίσω μέρος, επιστροφή, επιστροφή
GT
GD
C
H
L
M
O
background
/ˈbæk.ɡraʊnd/ = NOUN: φόντο, βάθος;
USER: φόντο, υπόβαθρο, παρασκήνιο, φόντου, πλαίσιο
GT
GD
C
H
L
M
O
based
/-beɪst/ = VERB: βασίζω, στηρίζω, εδράζω, τοποθετώ σε βάση;
USER: βάση, βασίζονται, με βάση, βασίζεται, βάσει
GT
GD
C
H
L
M
O
basic
/ˈbeɪ.sɪk/ = ADJECTIVE: βασικός, θεμελιώδης;
USER: βασικός, βασικές, βασικού, βασική, βασικών
GT
GD
C
H
L
M
O
basically
/ˈbeɪ.sɪ.kəl.i/ = ADVERB: βασικά, βασικώς;
USER: βασικά, ουσιαστικά, βάση, κατά βάση, κυρίως
GT
GD
C
H
L
M
O
basis
/ˈbeɪ.sɪs/ = NOUN: βάση, αρχή;
USER: βάση, βάσει, βάσης, βάσεις, με βάση
GT
GD
C
H
L
M
O
be
/biː/ = USER: be-, be, είναι, υπάρχω, γίνομαι;
USER: είναι, να, να είναι, ήταν, θα, θα
GT
GD
C
H
L
M
O
because
/bɪˈkəz/ = CONJUNCTION: επειδή, διότι;
USER: επειδή, διότι, λόγω, γιατί, γιατί
GT
GD
C
H
L
M
O
become
/bɪˈkʌm/ = VERB: γίνομαι, πάω, καθίσταμαι, αποβαίνω, καταλήγω, αρμόζω;
USER: να γίνει, γίνει, γίνονται, γίνουν, καταστεί, καταστεί
GT
GD
C
H
L
M
O
becomes
/bɪˈkʌm/ = VERB: γίνομαι, πάω, καθίσταμαι, αποβαίνω, καταλήγω, αρμόζω;
USER: γίνεται, καθίσταται, γίνει, καταστεί, μετατρέπεται
GT
GD
C
H
L
M
O
becoming
/bɪˈkʌm.ɪŋ/ = ADJECTIVE: ταιριαστός, θελκτικός;
USER: να γίνει, γίνει, όλο και, γίνεται, όλο
GT
GD
C
H
L
M
O
been
/biːn/ = USER: ήταν, έχουν, έχει, υπήρξε, πάει, πάει
GT
GD
C
H
L
M
O
being
/ˈbiː.ɪŋ/ = NOUN: ύπαρξη, ο, ζωή, ουσία, υπόσταση;
USER: ύπαρξη, είναι, να, να είναι, που είναι, που είναι
GT
GD
C
H
L
M
O
believe
/bɪˈliːv/ = VERB: πιστεύω;
USER: πιστεύω, πιστεύουν, ότι, πιστεύουμε, πιστεύει, πιστεύει
GT
GD
C
H
L
M
O
best
/best/ = ADJECTIVE: καλύτερος, κάλλιστα, άριστος, κάλλιστος;
VERB: υπερτερώ, νικώ;
USER: καλύτερος, καλύτερο, καλύτερα, καλύτερες, καλύτερη, καλύτερη
GT
GD
C
H
L
M
O
better
/ˈbet.ər/ = ADVERB: καλύτερα, προτιμότερο;
ADJECTIVE: καλύτερος, μεγαλύτερος, καταλληλότερος;
VERB: καλυτερεύω, βελτιώνω;
NOUN: αυτός που στοιχηματίζει;
USER: καλύτερα, καλύτερος, καλύτερη, καλύτερο, καλύτερες
GT
GD
C
H
L
M
O
between
/bɪˈtwiːn/ = PREPOSITION: μεταξύ, ανάμεσα;
ADVERB: μεταξύ δύο, στο ενδιάμεσο, εν τω μεταξύ;
USER: μεταξύ, ανάμεσα, μεταξύ των, μεταξύ της, μεταξύ του, μεταξύ του
GT
GD
C
H
L
M
O
beyond
/biˈjɒnd/ = PREPOSITION: πέρα;
ADVERB: πέραν, πέρα, υπεράνω, αργότερα;
NOUN: υπερπέραν;
USER: πέρα, πέραν, πέρα από, μετά, εκτός
GT
GD
C
H
L
M
O
big
/bɪɡ/ = ADJECTIVE: μεγάλος, μεγαλόσωμος, μέγας, αξιόλογος, χονδρός;
USER: μεγάλος, μεγάλο, μεγάλη, μεγάλες, μεγάλα
GT
GD
C
H
L
M
O
bigger
/bɪɡ/ = ADJECTIVE: μεγαλύτερος;
USER: μεγαλύτερος, μεγαλύτερο, μεγαλύτερη, μεγαλύτερες, μεγαλύτερα
GT
GD
C
H
L
M
O
biped
/ˈbaɪ.ped/ = ADJECTIVE: δίποδας;
NOUN: δίποδο ζώο;
USER: δίποδας, δίποδο ζώο, δίποδο, δίποδα, δίποδος
GT
GD
C
H
L
M
O
bit
/bɪt/ = NOUN: κομμάτι, τρυπάνι, μικρό τεμάχιο, ψίχουλο, αιχμή εργαλείου, δυάδικο ψηφίο;
VERB: χαλιναγωγώ;
USER: κομμάτι, bit, λίγο, κάπως, μπιτ
GT
GD
C
H
L
M
O
blade
/bleɪd/ = NOUN: λεπίδα, πτερύγιο, ξίφος, λογχοειδές φύλλο, παλάμη κουπίου, λεβεντόπαιδο;
USER: λεπίδα, πτερύγιο, λεπίδας, blade, λάμα
GT
GD
C
H
L
M
O
blocks
/blɒk/ = NOUN: εμπόδιο, φραγμός, κώλυμα, πολυκατοικία, κορμός, οικοδομικό τετράγωνο, μεγάλο τούβλο, βάθρο, τροχαλία;
VERB: εμποδίζω, κωλύω, φράσσω, παρεμποδίζω, φορμάρω;
USER: μπλοκ, τετράγωνα, τεμάχια, τμήματα, τμημάτων
GT
GD
C
H
L
M
O
bodies
/ˈbɒd.i/ = NOUN: σώμα;
USER: φορείς, οργανισμούς, φορέων, όργανα, σώματα
GT
GD
C
H
L
M
O
body
/ˈbɒd.i/ = NOUN: σώμα;
USER: σώμα, σώματος, το σώμα, οργανισμό, οργανισμός, οργανισμός
GT
GD
C
H
L
M
O
bond
/bɒnd/ = NOUN: δεσμός, ομολογία, εγγυητής;
VERB: θέτω υπό εγγύηση, υποθηκεύω;
USER: δεσμός, ομολογία, ομολόγων, δεσμό, δεσμού
GT
GD
C
H
L
M
O
born
/bɔːn/ = ADJECTIVE: γεννημένος;
VERB: γεννώ;
USER: γεννημένος, γεννήθηκε, γεννηθεί, γεννήθηκαν, γεννιούνται
GT
GD
C
H
L
M
O
both
/bəʊθ/ = PRONOUN: και οι δύο, αμφοτέροι;
USER: και οι δύο, τόσο, δύο, και, οι δύο
GT
GD
C
H
L
M
O
brain
/breɪn/ = NOUN: εγκέφαλος, μυαλό;
USER: εγκέφαλος, μυαλό, εγκεφάλου, εγκέφαλο, του εγκεφάλου
GT
GD
C
H
L
M
O
brains
/breɪn/ = NOUN: εγκέφαλος, μυαλό;
USER: εγκεφάλους, εγκέφαλοι, μυαλά, εγκέφαλο, μυαλό
GT
GD
C
H
L
M
O
breakthroughs
/ˈbreɪk.θruː/ = NOUN: ρήγμα;
USER: ανακαλύψεις, ανακαλύψεων, καινοτομίες, άλματα, επιτεύγματα
GT
GD
C
H
L
M
O
bridge
/brɪdʒ/ = NOUN: γέφυρα, γεφύρωμα;
VERB: γεφυρώνω;
USER: γέφυρα, Bridge, γέφυρας, γέφυρα του, γεφύρι
GT
GD
C
H
L
M
O
bridges
/brɪdʒ/ = NOUN: γέφυρα, γεφύρωμα;
VERB: γεφυρώνω;
USER: γέφυρες, γεφυρών, γεφύρια
GT
GD
C
H
L
M
O
brilliant
/ˈbrɪl.i.ənt/ = ADJECTIVE: λαμπρός, λαμπρότατος, στιλπνότατος;
NOUN: διαμάντι, είδος αδαμάντος, αδαμάντας;
USER: λαμπρός, λαμπρή, λαμπρό, εξαιρετική, λαμπρά
GT
GD
C
H
L
M
O
brilliants
GT
GD
C
H
L
M
O
bring
/brɪŋ/ = VERB: φέρω, φέρνω;
USER: φέρω, φέρει, να, θέτουν, να φέρει
GT
GD
C
H
L
M
O
bringing
/brɪŋ/ = VERB: φέρω, φέρνω;
USER: φέρνοντας, άσκηση, φέρει, να φέρει, φέρνει
GT
GD
C
H
L
M
O
build
/bɪld/ = VERB: οικοδομώ, κτίζω;
USER: κατασκευή, οικοδομήσουμε, οικοδόμηση, την κατασκευή, οικοδομήσει
GT
GD
C
H
L
M
O
building
/ˈbɪl.dɪŋ/ = NOUN: κτίριο, οικοδομή;
USER: κτίριο, κτιρίου, κτήριο, οικοδόμηση, κτηρίου
GT
GD
C
H
L
M
O
built
/ˌbɪltˈɪn/ = ADJECTIVE: χτίστηκε το;
USER: χτισμένο, χτίστηκε, κατασκευαστεί, χτισμένη, κτισμένο
GT
GD
C
H
L
M
O
but
/bʌt/ = CONJUNCTION: αλλά, πλην, μόλις;
PREPOSITION: εκτός;
USER: αλλά, όμως, αλλά και, αλλά η, αλλά η
GT
GD
C
H
L
M
O
by
/baɪ/ = PREPOSITION: με, υπό;
ADVERB: δίπλα, πλησίον;
USER: με, από, κατά, από την, από τον, από τον
GT
GD
C
H
L
M
O
call
/kɔːl/ = NOUN: κλήση, πρόσκληση, ζήτηση, επίσκεψη, φωνή, κραυγή, αιτία, συνδιάλεξη;
VERB: αποκαλώ, καλώ, ονομάζω, φωνάζω, τηλεφωνώ, επισκέπτομαι;
USER: κλήση, πρόσκληση, καλώ, αποκαλώ, call
GT
GD
C
H
L
M
O
called
/kɔːl/ = VERB: αποκαλώ, καλώ, ονομάζω, φωνάζω, τηλεφωνώ, επισκέπτομαι;
USER: που ονομάζεται, ονομάζεται, καλείται, ονομάζονται, κάλεσε, κάλεσε
GT
GD
C
H
L
M
O
came
/keɪm/ = USER: ήρθε, ήρθαν, προήλθε, κατέληξε, τέθηκε
GT
GD
C
H
L
M
O
can
/kæn/ = VERB: μπορώ, δύναμαι, κονσερβοποιώ;
NOUN: κουτί, κονσέρβα, μεταλλικό δοχείο, κονσερβοκούτι, μπιτόνι, τενεκές;
USER: μπορώ, μπορεί, να, μπορεί να, μπορούν
GT
GD
C
H
L
M
O
capabilities
/ˌkāpəˈbilitē/ = NOUN: ικανότητα, δυνατότητα, επιδεξιότητα;
USER: δυνατότητες, ικανότητες, δυνατοτήτων, ικανοτήτων, τις δυνατότητες
GT
GD
C
H
L
M
O
capability
/ˌkāpəˈbilitē/ = NOUN: ικανότητα, δυνατότητα, επιδεξιότητα;
USER: ικανότητα, δυνατότητα, ικανότητας, δυνατότητες, την ικανότητα
GT
GD
C
H
L
M
O
capable
/ˈkeɪ.pə.bl̩/ = ADJECTIVE: ικανός, άξιος, επιδεκτικός;
USER: ικανός, ικανή, ικανό, θέση να, σε θέση να
GT
GD
C
H
L
M
O
care
/keər/ = NOUN: φροντίδα, περίθαλψη, προσοχή, έγνοια, σκοτούρα;
VERB: φροντίζω, νοιάζομαι;
USER: φροντίδα, περίθαλψη, νοιάζονται, νοιάζει, φροντίσει
GT
GD
C
H
L
M
O
carries
/ˈkær.i/ = VERB: μεταφέρω, κουβαλώ, κρατώ, βαστάζω, έχω, βαστώ, κατακτώ;
USER: μεταφέρει, φέρει, πραγματοποιεί, ασκεί, φέρνει
GT
GD
C
H
L
M
O
catch
/kætʃ/ = NOUN: σύλληψη, παγίδα;
VERB: συλλαμβάνω, αρπάζω, τσακώνω, αντιλαμβάνομαι;
USER: σύλληψη, πιάσει, αλιευμάτων, αλιεύματα, καλύψουν
GT
GD
C
H
L
M
O
categories
/ˈkæt.ə.ɡri/ = NOUN: κατηγορία, τάξη;
USER: κατηγορίες, κατηγοριών, τις κατηγορίες, κατηγορία
GT
GD
C
H
L
M
O
cells
/sel/ = NOUN: κύτταρο, κελί, στοιχείο, κελλίο, πυρήνας, οικίσκος;
USER: κύτταρα, κυττάρων, κελιά, τα κύτταρα, κύτταρα του
GT
GD
C
H
L
M
O
ceo
/ˌsiː.iːˈəʊ/ = USER: Διευθύνων Σύμβουλος, ceo, Διευθύνων Σύμβουλος της, CEO της, προϊστάμενος υπαλλήλων
GT
GD
C
H
L
M
O
change
/tʃeɪndʒ/ = NOUN: αλλαγή, μεταβολή, ρέστα, μετασχηματισμός, μετάπτωση, ψιλά, τροπή, παραλλαγή;
VERB: αλλάζω, μεταβάλλω, αλλάσσω, μετασχηματίζω, αλλοιώνω;
USER: αλλαγή, μεταβολή, αλλάξετε, αλλάξει, αλλάξουν
GT
GD
C
H
L
M
O
changing
/ˈtʃeɪn.dʒɪŋ/ = VERB: αλλάζω, μεταβάλλω, αλλάσσω, μετασχηματίζω, αλλοιώνω;
USER: αλλαγή, μεταβαλλόμενες, αλλάζει, την αλλαγή, αλλάζοντας
GT
GD
C
H
L
M
O
character
/ˈkær.ɪk.tər/ = NOUN: χαρακτήρας, προσωπικότητα, γράμμα, είδος, φήμη, ήρωας μυθιστορήματος;
USER: χαρακτήρας, χαρακτήρα, χαρακτήρων, του χαρακτήρα
GT
GD
C
H
L
M
O
characteristic
/ˌkariktəˈristik/ = ADJECTIVE: χαρακτηριστικός;
NOUN: χαρακτηριστικό γνώρισμα;
USER: χαρακτηριστικός, χαρακτηριστικό γνώρισμα, χαρακτηριστικό, χαρακτηριστική, χαρακτηριστικά
GT
GD
C
H
L
M
O
characters
/ˈkær.ɪk.tər/ = NOUN: χαρακτήρας, προσωπικότητα, γράμμα, είδος, φήμη, ήρωας μυθιστορήματος;
USER: χαρακτήρες, χαρακτήρων, τους χαρακτήρες, χαρακτήρες που
GT
GD
C
H
L
M
O
civilization
/ˌsɪv.əl.aɪˈzeɪ.ʃən/ = NOUN: πολιτισμός, εκπολιτισμός;
USER: πολιτισμός, πολιτισμού, πολιτισμό, τον πολιτισμό, του πολιτισμού
GT
GD
C
H
L
M
O
clean
/kliːn/ = ADJECTIVE: καθαρός, αλέρωτος, παστρικός;
VERB: καθαρίζω, παστρεύω;
USER: καθαρίστε, καθαρίσετε, καθαρίζετε, καθαρό, καθαρισμό
GT
GD
C
H
L
M
O
code
/kəʊd/ = NOUN: κωδικός, κώδικας, κώδιξ, κρυπτογράφημα;
VERB: κρυπτογραφώ;
USER: κωδικός, κώδικας, κωδικό, κώδικα, κωδικού
GT
GD
C
H
L
M
O
cognition
/kɒɡˈnɪʃ.ən/ = NOUN: γνώση, νόηση, γνώσις;
USER: νόηση, γνώση, γνωστική λειτουργία, γνωστική, γνωστικής λειτουργίας
GT
GD
C
H
L
M
O
cognitive
/ˈkɒɡ.nɪ.tɪv/ = ADJECTIVE: αντίληπτφς;
USER: γνωστική, γνωστικές, γνωστικών, γνωστικής, γνωστικό
GT
GD
C
H
L
M
O
cohesive
/kəʊˈhiː.sɪv/ = ADJECTIVE: συνεκτικός;
USER: συνεκτικός, συνεκτική, συνεκτικό, συνεκτικής, συνοχή
GT
GD
C
H
L
M
O
collaboration
/kəˌlæb.əˈreɪ.ʃən/ = NOUN: συνεργασία, σύμπραξη;
USER: συνεργασία, συνεργασίας, τη συνεργασία, της συνεργασίας, σύμπραξη
GT
GD
C
H
L
M
O
come
/kʌm/ = VERB: έρχομαι, φθάνω, γίνομαι, παριστάνω;
ADJECTIVE: ερχόμενος, προσεχής, μελλοντικός;
USER: έλα, έρχονται, έρθει, προέρχονται, έρθουν, έρθουν
GT
GD
C
H
L
M
O
comforting
/ˈkʌm.fə.tɪŋ/ = VERB: ανακουφίζω, παρηγορώ, ενθαρρύνω, αναπαύω;
USER: παρήγορο, ανακουφίζοντας, παρηγορητικό, ανακουφιστικό, ανακουφίζοντας τα
GT
GD
C
H
L
M
O
common
/ˈkɒm.ən/ = ADJECTIVE: κοινός, συνηθισμένος, ομαδικός, πρόστυχος;
NOUN: βοσκότοπος;
USER: κοινός, κοινή, κοινής, κοινό, κοινών, κοινών
GT
GD
C
H
L
M
O
commoner
/ˈkɒm.ən.ər/ = ADJECTIVE: αστός;
NOUN: κοινός πολίτης, κοινός θνητός;
USER: αστός, κοινός θνητός, κοινός, συχνότερη, πιο συνηθισμένη
GT
GD
C
H
L
M
O
communicate
/kəˈmyo͞onəˌkāt/ = VERB: επικοινωνώ, ανακοινώνω, μεταδίδω, συνεννοούμαι, κοινωνώ, μεταβιβάζω;
USER: επικοινωνώ, επικοινωνούν, ανακοινώνουν, κοινοποιούν, επικοινωνία
GT
GD
C
H
L
M
O
company
/ˈkʌm.pə.ni/ = NOUN: εταιρεία, παρέα, συντροφιά, όμιλος, λόχος, συναναστροφή;
USER: εταιρεία, εταιρείας, εταιρία, επιχείρηση, εταιρίας
GT
GD
C
H
L
M
O
compare
/kəmˈpeər/ = VERB: συγκρίνω, παρομοιάζω, παραβάλλω, παραλληλίζω, συσχετίζω;
USER: συγκρίνω, συγκρίνετε, σύγκριση, κάνετε συγκρίσεις, συγκρίνουν
GT
GD
C
H
L
M
O
compassion
/kəmˈpæʃ.ən/ = NOUN: συμπόνια, ευσπλαχνία;
USER: συμπόνια, ευσπλαχνία, συμπόνιας, τη συμπόνια, συμπάθεια
GT
GD
C
H
L
M
O
compelling
/kəmˈpel.ɪŋ/ = VERB: υποχρεώνω, αναγκάζω, βιάζω, εξωθώ, καταναγκάζω;
USER: επιτακτικοί, αναγκάζοντας, συναρπαστικό, επιτακτική, σοβαροί
GT
GD
C
H
L
M
O
complete
/kəmˈpliːt/ = ADJECTIVE: πλήρης, ολοκληρωμένος, τέλειος, τελειωμένος, ολικός;
VERB: ολοκληρώνω, συμπληρώνω, τελειώνω, αποτελειώνω;
USER: πλήρης, ολοκληρωθεί, ολοκληρώσει, ολοκλήρωση, ολοκληρώσετε
GT
GD
C
H
L
M
O
complex
/ˈkɒm.pleks/ = NOUN: συγκρότημα, σύμπλεγμα, κόμπλεξ;
ADJECTIVE: πολύπλοκος, σύνθετος, σύμπλοκος, πολυσύνθετος;
USER: συγκρότημα, σύμπλεγμα, πολύπλοκος, σύνθετος, πολύπλοκες
GT
GD
C
H
L
M
O
complexity
/kəmˈplek.sɪ.ti/ = NOUN: περίπλοκο, πολυσύνθετο, περιπλοκή;
USER: περίπλοκο, πολυσύνθετο, πολυπλοκότητα, πολυπλοκότητας, την πολυπλοκότητα
GT
GD
C
H
L
M
O
computer
/kəmˈpjuː.tər/ = NOUN: ηλεκτρονικός υπολογιστής;
USER: ηλεκτρονικός υπολογιστής, υπολογιστή, υπολογιστής, τον υπολογιστή, υπολογιστών
GT
GD
C
H
L
M
O
computing
/kəmˈpjuː.tɪŋ/ = NOUN: χρήση υπολογιστή;
USER: πληροφορική, computing, υπολογιστών, υπολογιστική, πληροφορικής
GT
GD
C
H
L
M
O
concerted
/kənˈsɜː.tɪd/ = ADJECTIVE: συντονισμένος, προσυμπεφωνημένος, προσχεδιασμένος, συμπεφωνημένος;
USER: συντονισμένη, εναρμονισμένες, εναρμονισμένη, εναρμονισμένων, συντονισμένες
GT
GD
C
H
L
M
O
consciousness
/ˈkɒn.ʃəs.nəs/ = NOUN: συνείδηση, επίγνωση, συναίσθηση, αίσθηση;
USER: συνείδηση, συνείδησης, συνείδησή, συνειδητότητα, συνειδητότητας
GT
GD
C
H
L
M
O
consequences
/ˈkɒn.sɪ.kwəns/ = NOUN: συνέπεια, επακόλουθο, σημασία, σπουδαιότητα;
USER: συνέπειες, επιπτώσεις, συνεπειών, τις συνέπειες, συνέπειές
GT
GD
C
H
L
M
O
consider
/kənˈsɪd.ər/ = VERB: θεωρώ, εξετάζω, σκέπτομαι, μελετώ, λαμβάνω υπ' όψιν;
USER: σκεφτείτε, θεωρούν, να εξετάσει, εξετάσει, εξετάσουν
GT
GD
C
H
L
M
O
considerably
/kənˈsidər(ə)blē,-ˈsidrəblē/ = ADVERB: πολύ, αρκετά, αρκούντως;
USER: πολύ, αρκετά, σημαντικά, αισθητά, σημαντική
GT
GD
C
H
L
M
O
contact
/ˈkɒn.tækt/ = NOUN: επαφή, γνωριμία;
VERB: έρχομαι σε επαφή, συναντώ, έρχομαι εις επαφήν;
USER: επαφή, επικοινωνήστε, επικοινωνήσετε, επικοινωνήστε με, επικοινωνήσετε με
GT
GD
C
H
L
M
O
control
/kənˈtrəʊl/ = NOUN: έλεγχος, ρύθμιση, εξουσία, διακόπτης;
VERB: ελέγχω, ρυθμίζω, εξουσιάζω, συγκρατώ, επαληθεύω;
USER: έλεγχο, τον έλεγχο, ελέγχου, ελέγχουν, ελέγχει
GT
GD
C
H
L
M
O
conversation
/ˌkɒn.vəˈseɪ.ʃən/ = NOUN: συνομιλία, συζήτηση, κουβέντα, συνδιάλεξη, συνδιάλλαξη;
USER: συνομιλία, συζήτηση, κουβέντα, συνομιλίας, συζήτησης, συζήτησης
GT
GD
C
H
L
M
O
conversational
/ˌkɒn.vəˈseɪ.ʃən.əl/ = ADJECTIVE: ομιλητικός, καθομιλούμενος, ομιλούμενος;
USER: ομιλητικός, συνομιλητικό, συνομιλίας, συνομιλητική, συνδιάλεξης
GT
GD
C
H
L
M
O
conversations
/ˌkɒn.vəˈseɪ.ʃən/ = NOUN: συνομιλία, συζήτηση, κουβέντα, συνδιάλεξη, συνδιάλλαξη;
USER: συνομιλίες, συζητήσεις, συνομιλιών, τις συνομιλίες, συζητήσεων
GT
GD
C
H
L
M
O
coordinate
/kōˈArdənət/ = NOUN: συντεταγμένη;
VERB: συντονίζω;
ADJECTIVE: ισότιμος, ισοβάθμιος, ισόβαθμος;
USER: συντονίζουν, συντονίσουν, συντονίσει, συντονίζει, συντονισμό
GT
GD
C
H
L
M
O
correctly
/kəˈrekt/ = ADVERB: σωστά;
USER: σωστά, ορθώς, ορθά, σωστή, ορθή
GT
GD
C
H
L
M
O
course
/kɔːs/ = NOUN: πορεία, σειρά μαθημάτων, διαδρομή, πέρασμα, δρόμος, φαγητό;
VERB: τρέχω, κυνηγώ;
USER: πορεία, σειρά μαθημάτων, διαδρομή, φυσικά, διάρκεια
GT
GD
C
H
L
M
O
crafting
/krɑːft/ = USER: χειροτεχνίας, crafting, διαμόρφωση
GT
GD
C
H
L
M
O
crazy
/ˈkreɪ.zi/ = ADJECTIVE: τρελός, παλαβός;
USER: τρελός, τρελό, τρελή, τρελά, τρελοί
GT
GD
C
H
L
M
O
create
/kriˈeɪt/ = VERB: δημιουργώ, πλάττω;
USER: δημιουργία, δημιουργήσετε, δημιουργούν, τη δημιουργία, δημιουργήσει
GT
GD
C
H
L
M
O
creating
/kriˈeɪt/ = VERB: δημιουργώ, πλάττω;
USER: δημιουργία, δημιουργώντας, τη δημιουργία, η δημιουργία, δημιουργίας
GT
GD
C
H
L
M
O
creative
/kriˈeɪ.tɪv/ = ADJECTIVE: δημιουργικός;
NOUN: δημιουργός;
USER: δημιουργικός, δημιουργική, δημιουργικό, δημιουργικές, δημιουργικών
GT
GD
C
H
L
M
O
creativity
/kriˈeɪ.tɪv/ = USER: δημιουργικότητα, δημιουργικότητας, τη δημιουργικότητα, η δημιουργικότητα, δημιουργικότητά
GT
GD
C
H
L
M
O
critical
/ˈkrɪt.ɪ.kəl/ = ADJECTIVE: κρίσιμος, επικριτικός, κριτικός;
USER: κρίσιμος, κρίσιμη, κρίσιμο, κρίσιμες, κρίσιμα
GT
GD
C
H
L
M
O
d
/əd/ = NOUN: ρε;
USER: δ, d, Α, ϋ, ά
GT
GD
C
H
L
M
O
data
/ˈdeɪ.tə/ = NOUN: δεδομένα, στοιχεία, στοιχείο, δεδομένο;
USER: δεδομένα, στοιχεία, δεδομένων, στοιχείων, τα δεδομένα
GT
GD
C
H
L
M
O
day
/deɪ/ = NOUN: ημέρα, μέρα;
USER: ημέρα, μέρα, την ημέρα, ημέρας, ημερών, ημερών
GT
GD
C
H
L
M
O
decision
/dɪˈsɪʒ.ən/ = NOUN: απόφαση, κρίση;
USER: απόφαση, απόφασης, αποφάσεως, αποφάσεων, απόφασή
GT
GD
C
H
L
M
O
deep
/diːp/ = ADJECTIVE: βαθύς;
USER: βαθύς, βαθιά, βαθύ, βάθος, βαθιές
GT
GD
C
H
L
M
O
defense
/dɪˈfens/ = NOUN: άμυνα, άμυνα, υπεράσπιση, υπεράσπιση, προάσπιση, προάσπιση, προστασία, προστασία, περιφρούρηση, περιφρούρηση, συνηγορία, συνηγορία;
USER: άμυνα, υπεράσπιση, προάσπιση, άμυνας, αμυντικούς
GT
GD
C
H
L
M
O
design
/dɪˈzaɪn/ = NOUN: σχέδιο, γραμμή, σκοπός, σχεδιάγραμμα;
VERB: σχεδιάζω;
USER: σχέδιο, σχεδιασμό, σχεδιασμού, σχεδιασμός, σχεδίαση
GT
GD
C
H
L
M
O
determine
/dɪˈtɜː.mɪn/ = VERB: καθορίζω, προσδιορίζω, υπολογίζω, ορίζω, πείθω;
USER: καθοριστεί, καθορίσουν, καθορίσει, καθορίζουν, καθορίζει
GT
GD
C
H
L
M
O
developed
/dɪˈvel.əpt/ = ADJECTIVE: αναπτηγμένος;
USER: αναπτύχθηκε, αναπτύχθηκαν, αναπτυχθεί, ανεπτυγμένες, αναπτυγμένες, αναπτυγμένες
GT
GD
C
H
L
M
O
developing
/dɪˈvel.ə.pɪŋ/ = ADJECTIVE: υπανάπτυκτος;
USER: ανάπτυξη, την ανάπτυξη, αναπτυσσόμενων, αναπτυσσόμενες, ανάπτυξης
GT
GD
C
H
L
M
O
dialog
= USER: διαλόγου, παράθυρο διαλόγου, παράθυρο, πλαίσιο διαλόγου, διάλογο
GT
GD
C
H
L
M
O
dick
/dɪk/ = NOUN: ψωλή, τσουτσούνι, μυστικός αστυφύλακας, φαλλός;
USER: ψωλή, Dick, πουλί, πούτσο, τον πούτσο
GT
GD
C
H
L
M
O
died
/daɪ/ = VERB: πεθαίνω, αποθνήσκω;
USER: έχασαν τη ζωή τους, πέθανε, έχασαν τη ζωή, πέθαναν, πεθάνει, πεθάνει
GT
GD
C
H
L
M
O
difference
/ˈdɪf.ər.əns/ = NOUN: διαφορά, διαφωνία;
USER: διαφορά, διαφοράς, διαφορές, διαφορετική, διαφορετική
GT
GD
C
H
L
M
O
directions
/daɪˈrek.ʃən/ = NOUN: κατεύθυνση, διεύθυνση, σκηνοθεσία;
USER: οδηγίες, κατευθύνσεις, τις κατευθύνσεις, τις οδηγίες, Οδηγιών
GT
GD
C
H
L
M
O
disciplines
/ˈdɪs.ə.plɪn/ = NOUN: πειθαρχία, γυμνάζω;
USER: κλάδους, κλάδων, επιστήμες, ειδικότητες, επιστημονικούς κλάδους
GT
GD
C
H
L
M
O
discussing
/dɪˈskʌs/ = VERB: συζητώ;
USER: συζητώντας, συζήτηση, συζητάμε, συζητούν, συζητά
GT
GD
C
H
L
M
O
divided
/diˈvīd/ = VERB: διαιρώ, χωρίζω, μοιράζω, διανέμω, διχάζω;
USER: διαιρείται, χωρίζεται, διαιρούμενο, διαιρεμένο, χωρίζονται
GT
GD
C
H
L
M
O
do
/də/ = VERB: κάνω, πράττω, εκτελώ, κάμνω, ποιώ;
NOUN: ντο, υποδοχή;
USER: κάνω, κάνει, κάνετε, κάνουν, κάνουμε, κάνουμε
GT
GD
C
H
L
M
O
doesn
/ˈdʌz.ənt/ = USER: doesn, Δεν έχει
GT
GD
C
H
L
M
O
doing
/ˈduː.ɪŋ/ = NOUN: πράξη, έργο;
ADJECTIVE: πράττων;
USER: πράξη, κάνει, κάνουν, να κάνει, κάνετε, κάνετε
GT
GD
C
H
L
M
O
domain
/dəˈmeɪn/ = NOUN: πεδίο ορισμού, κτήση, κυριότητα, κτήματα, διεύθυνση Διαδικτύου;
USER: τομέα, τομέας, περιοχή, πεδίο, χώρου
GT
GD
C
H
L
M
O
don
/dɒn/ = NOUN: υφηγητής, κύριος;
USER: don, Δεν, Δον, Ντον, φορά, φορά
GT
GD
C
H
L
M
O
dream
/driːm/ = NOUN: όνειρο;
VERB: ονειρεύομαι;
USER: όνειρο, ονείρων, όνειρό, το όνειρο, των ονείρων
GT
GD
C
H
L
M
O
earned
/ˌhɑːdˈɜːnd/ = ADJECTIVE: κερδηθείς;
USER: κέρδισε, κερδίσει, κερδισμένα, κέρδισαν
GT
GD
C
H
L
M
O
effort
/ˈef.ət/ = NOUN: προσπάθεια;
USER: προσπάθεια, προσπάθειας, προσπάθειες, προσπάθεια για, προσπαθειών
GT
GD
C
H
L
M
O
elastic
/ɪˈlæs.tɪk/ = NOUN: ελαστικό;
ADJECTIVE: ελαστικός;
USER: ελαστικό, ελαστικός, ελαστική, ελαστικά, ελαστικών
GT
GD
C
H
L
M
O
electric
/ɪˈlek.trɪk/ = NOUN: ηλεκτρικός;
ADJECTIVE: ηλεκτρικός;
USER: ηλεκτρικός, ηλεκτρικό, ηλεκτρικά, ηλεκτρική, ηλεκτρικών
GT
GD
C
H
L
M
O
embedded
/ɪmˈbed.ɪd/ = VERB: ενθέτω, χώνω μέσα;
USER: ενσωματωμένο, ενσωματωμένα, ενσωματωμένες, ενσωματωμένη, ενσωματωμένων
GT
GD
C
H
L
M
O
emergence
/ɪˈmɜː.dʒəns/ = NOUN: εμφάνιση;
USER: εμφάνιση, ανάδυση, εμφάνισης, ανάδειξη, δημιουργία
GT
GD
C
H
L
M
O
emotional
/ɪˈməʊ.ʃən.əl/ = ADJECTIVE: ευαίσθητος, ευσυγκίνητος, συγκινητικός;
USER: συναισθηματική, συναισθηματικό, συναισθηματικής, συναισθηματικές, συναισθηματικά
GT
GD
C
H
L
M
O
empathize
/ˈempəˌTHīz/ = USER: συμπάσχουν, να συμπάσχουν, empathize, ενσυναίσθηση, συμπάσχουμε,
GT
GD
C
H
L
M
O
empowering
/ɪmˈpaʊə.rɪŋ/ = VERB: εξουσιοδοτώ;
USER: ενδυνάμωση, εξουσιοδοτήσεως, εξουσιοδότησης, ενδυνάμωση των, την ενδυνάμωση
GT
GD
C
H
L
M
O
energy
/ˈen.ə.dʒi/ = NOUN: ενέργεια, ενεργητικότητα, δραστηριότητα;
USER: ενέργεια, ενέργειας, ενεργειακής, ενεργειακή, της ενέργειας
GT
GD
C
H
L
M
O
english
/ˈɪŋ.ɡlɪʃ/ = ADJECTIVE: αγγλικός;
NOUN: Εγγλέζος;
USER: english, αγγλικά, αγγλική, Πρώτα αγγλικά, Αγγλικα, Αγγλικα
GT
GD
C
H
L
M
O
enjoyed
/ɪnˈdʒɔɪ/ = VERB: απολαμβάνω, χαίρομαι;
USER: απολαύσαμε, απολαύσει, απολαμβάνουν, απολάμβανε, απολαύσετε, απολαύσετε
GT
GD
C
H
L
M
O
entertainment
/ˌentərˈtānmənt/ = NOUN: ψυχαγωγία, διασκέδαση;
USER: ψυχαγωγία, διασκέδαση, ψυχαγωγίας, Entertainment, διασκέδασης, διασκέδασης
GT
GD
C
H
L
M
O
entrepreneur
/ˌɒn.trə.prəˈnɜːr/ = USER: επιχειρηματίας, επιχειρηματία, επιχειρηματίες, επιχειρηματιών
GT
GD
C
H
L
M
O
equates
/ɪˈkweɪt/ = USER: , ισούται"
GT
GD
C
H
L
M
O
establishes
/ɪˈstæb.lɪʃ/ = VERB: ιδρύω, εγκαθιστώ, αποδεικνύω, καθιερώνω;
USER: θεσπίζει, καθιερώνει, ορίζει, καθορίζει, προβλέπει
GT
GD
C
H
L
M
O
even
/ˈiː.vən/ = ADVERB: ακόμη και, καν, ομοίως;
ADJECTIVE: άρτιος, ομαλός, όμοιος;
NOUN: επίπεδο, ζυγός αριθμός;
USER: ακόμη και, καν, ακόμη, ακόμα, ακόμα και, ακόμα και
GT
GD
C
H
L
M
O
eventually
/ɪˈven.tju.əl.i/ = ADVERB: τελικά;
USER: τελικά, ενδεχομένως, τελικά να, τελικώς
GT
GD
C
H
L
M
O
evolution
/ˌiː.vəˈluː.ʃən/ = NOUN: εξέλιξη;
USER: εξέλιξη, εξέλιξης, την εξέλιξη, η εξέλιξη, εξελίξεις
GT
GD
C
H
L
M
O
evolve
/ɪˈvɒlv/ = VERB: αναπτύσσω, εκτυλίσσομαι;
USER: εξελιχθούν, εξελίσσονται, εξελίσσεται, εξελιχθεί, να εξελιχθεί
GT
GD
C
H
L
M
O
examples
/ɪɡˈzɑːm.pl̩/ = NOUN: παράδειγμα;
USER: παραδείγματα, παραδειγμάτων, τα παραδείγματα, παραδείγματα που, δείγματα
GT
GD
C
H
L
M
O
exceed
/ɪkˈsiːd/ = VERB: υπερβαίνω, υπερβάλλω;
USER: υπερβαίνουν, υπερβαίνει, υπερβαίνει το, να υπερβαίνει το, να υπερβαίνει
GT
GD
C
H
L
M
O
exchange
/ɪksˈtʃeɪndʒ/ = NOUN: ανταλλαγή, συνάλλαγμα, επικαταλλαγή, χρηματηστήριο;
VERB: ανταλλάσσω;
USER: ανταλλαγή, ανταλλαγής, συναλλάγματος, την ανταλλαγή, ανταλλαγών
GT
GD
C
H
L
M
O
expect
/ɪkˈspekt/ = VERB: αναμένω, προσδοκώ;
USER: αναμένω, περιμένετε, αναμένουν, περιμένουμε, περιμένουν
GT
GD
C
H
L
M
O
experiments
/ɪkˈsper.ɪ.mənt/ = NOUN: πείραμα;
VERB: πειραματίζομαι;
USER: πειράματα, πειραμάτων, τα πειράματα, πειράματα που, πειράματα σε
GT
GD
C
H
L
M
O
expression
/ɪkˈspreʃ.ən/ = NOUN: έκφραση;
USER: έκφραση, έκφρασης, εκφράσεως, την έκφραση, της έκφρασης, της έκφρασης
GT
GD
C
H
L
M
O
expressions
/ɪkˈspreʃ.ən/ = NOUN: έκφραση;
USER: εκφράσεις, εκφράσεων, εκφράσεις του, έκφρασης, τις εκφράσεις
GT
GD
C
H
L
M
O
expressive
/ɪkˈspres.ɪv/ = ADJECTIVE: εκφραστικός;
USER: εκφραστικός, εκφραστική, εκφραστικό, εκφραστικά, εκφραστικές
GT
GD
C
H
L
M
O
extremely
/ɪkˈstriːm.li/ = ADVERB: επακρώς;
USER: εξαιρετικά, είναι εξαιρετικά, πολύ, ιδιαίτερα, άκρως
GT
GD
C
H
L
M
O
eye
/aɪ/ = NOUN: μάτι, οφθαλμός;
VERB: παρατηρώ;
USER: μάτι, ματιών, μάτια, τα μάτια, ματιού
GT
GD
C
H
L
M
O
face
/feɪs/ = NOUN: πρόσωπο, όψη, φάτσα, μούτρο;
VERB: αντικρύζω, ατενίζω;
USER: πρόσωπο, όψη, προσώπου, πρόσωπό, αντιμετωπίζουν, αντιμετωπίζουν
GT
GD
C
H
L
M
O
faces
/feɪs/ = NOUN: πρόσωπο, όψη, φάτσα, μούτρο;
VERB: αντικρύζω, ατενίζω;
USER: πρόσωπα, όψεις, πρόσωπά, αντιμετωπίζει, επιφάνειες
GT
GD
C
H
L
M
O
facial
/ˈfeɪ.ʃəl/ = ADJECTIVE: προσώπου;
NOUN: μασάζ;
USER: προσώπου, του προσώπου, πρόσωπο
GT
GD
C
H
L
M
O
facts
/fækt/ = NOUN: γεγονός, δεδομένο;
USER: γεγονότα, τα γεγονότα, πραγματικά περιστατικά, περιστατικά, στοιχεία
GT
GD
C
H
L
M
O
fairly
/ˈfeə.li/ = ADVERB: αρκετά, δίκαια, αρκούντως;
USER: αρκετά, δίκαια, σχετικά, δίκαιη, μάλλον
GT
GD
C
H
L
M
O
fall
/fɔːl/ = NOUN: πτώση, φθινόπωρο, άλωση, πέσιμο;
VERB: πέφτω;
USER: πτώση, εμπίπτουν, πέσει, εμπίπτει, πέφτουν
GT
GD
C
H
L
M
O
family
/ˈfæm.əl.i/ = NOUN: οικογένεια, γένος, σόι;
USER: οικογένεια, οικογένειας, οικογενειακό, οικογενειακή, οικογένειά
GT
GD
C
H
L
M
O
famous
/ˈfeɪ.məs/ = ADJECTIVE: περίφημος, φημισμένος, ονομαστός, περιβόητος;
USER: περίφημος, φημισμένος, διάσημο, διάσημη, διάσημα, διάσημα
GT
GD
C
H
L
M
O
fashion
/ˈfæʃ.ən/ = NOUN: μόδα, συρμός, τρόπος διαμόρφωσης;
VERB: πλατώ;
USER: μόδα, μόδας, τρόπο, της μόδας, τη μόδα
GT
GD
C
H
L
M
O
fat
/fæt/ = NOUN: λίπος;
ADJECTIVE: πάχος, παχύς;
USER: λίπος, λίπους, λιπαρά, το λίπος, λιπαρές
GT
GD
C
H
L
M
O
favorable
/ˈfāv(ə)rəbəl/ = ADJECTIVE: ευνοϊκός, ευνοϊκός, αίσιος, αίσιος;
USER: ευνοϊκός, ευνοϊκή, ευνοϊκές, ευνοϊκό, ευνοϊκών
GT
GD
C
H
L
M
O
feel
/fiːl/ = VERB: αισθάνομαι, νιώθω, ψηλαφώ, αγγίζω, πασπατεύω;
NOUN: αφή;
USER: αισθάνομαι, νιώθω, αισθάνονται, αισθάνεστε, αισθανθείτε, αισθανθείτε
GT
GD
C
H
L
M
O
feeling
/ˈfiː.lɪŋ/ = NOUN: αίσθημα, συναίσθημα, αφή;
USER: συναίσθημα, αίσθημα, αίσθηση, αισθάνονται, αισθάνεστε, αισθάνεστε
GT
GD
C
H
L
M
O
feelings
/ˈfiː.lɪŋ/ = NOUN: αίσθημα, συναίσθημα, αφή;
USER: συναισθήματα, αισθήματα, τα συναισθήματα, συναισθημάτων, συναισθήματά
GT
GD
C
H
L
M
O
few
/fjuː/ = ADJECTIVE: λίγοι, μερικοί, ολίγοι;
USER: λίγοι, μερικοί, λίγα, μερικά, λίγες, λίγες
GT
GD
C
H
L
M
O
fiction
/ˈfɪk.ʃən/ = NOUN: μυθιστόρημα, μύθος;
USER: μυθιστόρημα, μύθος, φαντασίας, φαντασία, μυθοπλασίας
GT
GD
C
H
L
M
O
fictions
/ˈfɪk.ʃən/ = NOUN: μυθιστόρημα, μύθος;
USER: μυθοπλασίες, fictions, πλάσματα, φαντασιώσεις, μύθους
GT
GD
C
H
L
M
O
fields
/fiːld/ = NOUN: πεδίο, χωράφι, αγρός, φέουδο;
USER: πεδία, τομείς, πεδίων, τα πεδία, στους τομείς
GT
GD
C
H
L
M
O
filled
/-fɪld/ = VERB: γεμίζω, συμπληρώ, πληρώ;
USER: γεμίζουν, γεμάτο, πληρωθεί, συμπληρωθεί, γεμάτη
GT
GD
C
H
L
M
O
find
/faɪnd/ = NOUN: εύρημα, ανακάλυψη;
VERB: βρίσκω, ευρίσκω;
USER: βρείτε, βρίσκουν, βρουν, βρει, να βρείτε, να βρείτε
GT
GD
C
H
L
M
O
fires
/faɪər/ = NOUN: φωτιά, πυρκαγιά, πυρ, πυρκαϊά;
VERB: πυροβολώ, φλέγω, ανάπτω;
USER: πυρκαγιών, πυρκαγιές, τις πυρκαγιές, φωτιές, οι πυρκαγιές
GT
GD
C
H
L
M
O
first
/ˈfɜːst/ = ADVERB: πρώτα, first-, first;
USER: πρώτα, πρώτος, πρώτη, πρώτο, πρώτοι, πρώτοι
GT
GD
C
H
L
M
O
five
/faɪv/ = USER: five-, five;
USER: πέντε, από πέντε
GT
GD
C
H
L
M
O
floors
/flɔːr/ = NOUN: όροφος, δάπεδο, πάτωμα;
VERB: καταρρίπτω, σανιδώ;
USER: δάπεδα, πατώματα, ορόφων, ορόφους, όροφοι
GT
GD
C
H
L
M
O
fluid
/ˈfluː.ɪd/ = NOUN: υγρό, ρευστό;
ADJECTIVE: ρευστός;
USER: ρευστό, υγρό, υγρού, ρευστού, υγρών
GT
GD
C
H
L
M
O
fmri
= USER: fMRI, μαγνητική τομογραφία
GT
GD
C
H
L
M
O
for
/fɔːr/ = PREPOSITION: για, επί, υπέρ, περί, διά, χάριν, εις, ένεκα;
CONJUNCTION: διότι;
USER: για, για την, για το, για τη, για τις, για τις
GT
GD
C
H
L
M
O
force
/fɔːs/ = NOUN: δύναμη, βία, ισχύς, ζόρι;
VERB: ζορίζω, βιάζω, φορτσάρω, εξαναγκάζω;
USER: αναγκάσει, δύναμη, αναγκάζουν, ισχύει, αναγκάσουν
GT
GD
C
H
L
M
O
form
/fɔːm/ = NOUN: μορφή, φόρμα, σχήμα, τύπος, τρόπος, έντυπο υπόδειγμα;
VERB: σχηματίζω, διαμορφώνω, συγκροτώ, μορφώ;
USER: μορφή, φόρμα, έντυπο, μορφής, υπό μορφή
GT
GD
C
H
L
M
O
former
/ˈfɔː.mər/ = ADJECTIVE: πρώην, τέως, προηγούμενος, πρότερος;
NOUN: μορφωτής;
USER: πρώην, πρώτη, προηγούμενο, πρώτο, προηγούμενη
GT
GD
C
H
L
M
O
foundation
/faʊnˈdeɪ.ʃən/ = NOUN: θεμέλιο, ίδρυμα, θεμέλια, θεμελίωση;
USER: θεμέλιο, ίδρυμα, θεμέλια, θεμελίωση, Ιδρύματος
GT
GD
C
H
L
M
O
founded
/found/ = ADJECTIVE: ιδρύθηκε το;
USER: ιδρύθηκε το, ιδρύθηκε, ίδρυσε, στηρίζεται, που ιδρύθηκε
GT
GD
C
H
L
M
O
founder
/ˈfaʊn.dər/ = NOUN: ιδρυτής, θεμελιωτής, χύτης;
VERB: βυθίζω, καταποντίζομαι;
USER: ιδρυτής, ιδρυτή, ο ιδρυτής, τον ιδρυτή, ιδρυτικό
GT
GD
C
H
L
M
O
fractured
/ˈfræk.tʃər/ = VERB: θραύω, σπάζω;
USER: κάταγμα, σπασμένο, κατάγματος, διασπασμένη, σπασμένα
GT
GD
C
H
L
M
O
frame
/freɪm/ = NOUN: πλαίσιο, κορνίζα, σκελετός, κάδρο, σκελετός κατασκευής, σχηματισμός;
VERB: σχεδιάζω, σχηματίζω, πλαισιώ, πλαισιώνω, κορνιζάρω, ραδιουργώ, ενοχοποιώ;
USER: πλαίσιο, κορνίζα, σκελετός, πλαισίου, καρέ
GT
GD
C
H
L
M
O
friend
/frend/ = NOUN: φίλος, φίλη;
USER: φίλος, φίλη, φίλο, φίλου, φίλο σας
GT
GD
C
H
L
M
O
friends
/frend/ = NOUN: φίλος, φίλη;
USER: φίλους, φίλοι, τους φίλους, φίλων, παγκοσμίως, παγκοσμίως
GT
GD
C
H
L
M
O
from
/frɒm/ = PREPOSITION: από, εκ, παρά;
USER: από, από την, από το, από τις, από τη, από τη
GT
GD
C
H
L
M
O
future
/ˈfjuː.tʃər/ = ADJECTIVE: μελλοντικός, μέλλων;
NOUN: μέλλοντας, μέλλο;
USER: μελλοντικός, μέλλον, μελλοντική, μελλοντικές, μελλοντικών
GT
GD
C
H
L
M
O
general
/ˈdʒen.ər.əl/ = ADJECTIVE: γενικός;
NOUN: στρατηγός;
USER: γενικός, γενική, γενικό, γενικού, γενικές, γενικές
GT
GD
C
H
L
M
O
generational
/ˌdʒen.əˈreɪ.ʃən/ = USER: γενεών, των γενεών, γενιά σε γενιά, generational
GT
GD
C
H
L
M
O
genie
/ˈdʒiː.ni/ = NOUN: τζίνι, φάντασμα, στοιχείο;
USER: τζίνι, Genie, μεγαλοφυία, τζίνι του, μεγαλοφυίας
GT
GD
C
H
L
M
O
genius
/ˈdʒiː.ni.əs/ = NOUN: ιδιοφυία, μεγαλοφυία, δαιμόνιο πνεύμα;
USER: ιδιοφυία, μεγαλοφυία, ιδιοφυΐα, μεγαλοφυΐα, genius
GT
GD
C
H
L
M
O
get
/ɡet/ = VERB: παίρνω, αποκτώ, λαμβάνω, πηγαίνω, κερδίζω, γίνομαι, φθάνω, προμηθεύομαι, επιτυγχάνω, συμμαζεύω;
USER: πάρετε, να, πάρει, να πάρει, να πάρετε
GT
GD
C
H
L
M
O
getting
/ɡet/ = VERB: παίρνω, αποκτώ, λαμβάνω, πηγαίνω, κερδίζω, γίνομαι, φθάνω, προμηθεύομαι, επιτυγχάνω, συμμαζεύω;
USER: να πάρει, πάρει, να, παίρνει, όλο
GT
GD
C
H
L
M
O
give
/ɡɪv/ = VERB: δίνω, δίδω;
USER: να, δίνουν, δώσει, να δώσει, δώσουν, δώσουν
GT
GD
C
H
L
M
O
glue
/ɡluː/ = NOUN: κόλλα;
VERB: κολλάω, κολλώ;
USER: κόλλα, κόλλας, κόλλα που, κολλήστε
GT
GD
C
H
L
M
O
glued
/ɡluː/ = ADJECTIVE: κόλλητος;
USER: κολλημένα, κολλημένο, κολλημένες, κολλημένη, κολληθεί
GT
GD
C
H
L
M
O
go
/ɡəʊ/ = VERB: πάω, πηγαίνω, υπάγω;
USER: πάω, πηγαίνω, πάει, πάτε, πάνε, πάνε
GT
GD
C
H
L
M
O
goal
/ɡəʊl/ = NOUN: τέρμα, γκολ, τελικός σκοπός;
USER: γκολ, τέρμα, στόχος, στόχο, στόχου
GT
GD
C
H
L
M
O
goals
/ɡəʊl/ = NOUN: τέρμα, γκολ, τελικός σκοπός;
USER: γκολ, στόχους, στόχων, στόχοι, τους στόχους
GT
GD
C
H
L
M
O
going
/ˈɡəʊ.ɪŋ/ = NOUN: μετάβαση, αναχώριση, γυρισμός;
ADJECTIVE: πηγαιμός;
USER: μετάβαση, πρόκειται, θα, πηγαίνει, συμβαίνει, συμβαίνει
GT
GD
C
H
L
M
O
golden
/ˈɡəʊl.dən/ = ADJECTIVE: χρυσαφένιος;
USER: χρυσαφένιος, χρυσή, χρυσό, χρυσές, χρυσά
GT
GD
C
H
L
M
O
good
/ɡʊd/ = ADJECTIVE: καλός, αγαθός;
USER: καλός, καλή, καλό, καλής, καλά, καλά
GT
GD
C
H
L
M
O
got
/ɡɒt/ = VERB: παίρνω, αποκτώ, λαμβάνω, πηγαίνω, κερδίζω, γίνομαι, φθάνω, προμηθεύομαι, επιτυγχάνω, συμμαζεύω;
USER: πήρε, έχεις, πήρα, πήρε το, πήραν
GT
GD
C
H
L
M
O
greater
/ˈɡreɪ.tər/ = USER: μεγαλύτερη, μεγαλύτερης, μεγαλύτερο, μεγαλύτερες, μεγαλύτερος
GT
GD
C
H
L
M
O
groups
/ɡruːp/ = NOUN: ομάδα, όμιλος, ομάς, συγκρότημα, σύμπλεγμα, συνομοταξία;
VERB: συμπλέκω;
USER: ομάδες, ομάδων, των ομάδων, τις ομάδες, ομάδες που
GT
GD
C
H
L
M
O
had
/hæd/ = VERB: έχω, λαμβάνω, αναγκάζομαι, κατέχω, γαμώ;
USER: είχε, είχαν, έπρεπε, ήταν, έχει, έχει
GT
GD
C
H
L
M
O
happened
/ˈhæp.ən/ = VERB: συμβαίνω, τυχαίνω;
USER: συνέβη, που συνέβη, συμβεί, έγινε, συνέβησαν, συνέβησαν
GT
GD
C
H
L
M
O
hard
/hɑːd/ = ADVERB: σκληρά, δύσκολα, δυνατά;
ADJECTIVE: σκληρός, δύσκολος, στρυφνός, χαλεπός, σταθερός, δριμύς;
USER: σκληρά, σκληρός, δύσκολα, σκληρό, δύσκολο
GT
GD
C
H
L
M
O
hardware
/ˈhɑːd.weər/ = NOUN: σκεύη, σιδηρά εργαλεία, μηχανήματα υπολογιστών;
USER: hardware, υλικού, υλικό, το υλικό, του υλικού
GT
GD
C
H
L
M
O
has
/hæz/ = VERB: έχω, λαμβάνω, αναγκάζομαι, κατέχω, γαμώ;
USER: έχει, διαθέτει, πρέπει, πρέπει
GT
GD
C
H
L
M
O
have
/hæv/ = VERB: έχω, λαμβάνω, αναγκάζομαι, κατέχω, γαμώ;
USER: έχω, έχουν, έχει, πρέπει, έχετε, έχετε
GT
GD
C
H
L
M
O
having
/hæv/ = VERB: έχω, λαμβάνω, αναγκάζομαι, κατέχω, γαμώ;
USER: έχοντας, έχει, έχουν, που έχει, με, με
GT
GD
C
H
L
M
O
hawk
/hɔːk/ = NOUN: γεράκι, ιέραξ;
VERB: ξεροβήχω, πουλάω διαλαλώντας;
USER: γεράκι, Hawk, γερακιού, γερακιών
GT
GD
C
H
L
M
O
he
/hiː/ = PRONOUN: αυτός;
USER: αυτός, που, ότι, ο, θα, θα
GT
GD
C
H
L
M
O
head
/hed/ = NOUN: κεφάλι, κεφαλή, αρχηγός;
VERB: είμαι επικεφαλής, ηγούμαι, είμαι επί κεφαλής, είμαι αρχηγός;
USER: κεφάλι, κεφαλή, επικεφαλής, κεφαλής, το κεφάλι
GT
GD
C
H
L
M
O
heartland
/ˈhɑːtland/ = USER: καρδιά, ενδοχώρα, ενδοχώρας, Heartland, πυρήνα,
GT
GD
C
H
L
M
O
heavy
/ˈhev.i/ = ADJECTIVE: βαρύς;
USER: βαρύς, βαριά, βαρύ, βαρέων, βαρέα
GT
GD
C
H
L
M
O
help
/help/ = NOUN: βοήθεια, αρωγή, βοηθός;
VERB: βοηθώ;
USER: βοήθεια, βοηθήσει, βοηθήσουν, να βοηθήσει, συμβάλει, συμβάλει
GT
GD
C
H
L
M
O
here
/hɪər/ = ADVERB: εδώ;
USER: εδώ, εδώ για, here, εδώ και, εδώ και κάτω, εδώ και κάτω
GT
GD
C
H
L
M
O
hewitt
/hjuː/ = USER: Hewitt, της Hewitt, Χιούιτ, Η Hewitt,
GT
GD
C
H
L
M
O
his
/hɪz/ = PRONOUN: του, αυτού, δικός του, ιδικός του, ιδικός του
GT
GD
C
H
L
M
O
historically
/spiːk/ = USER: ιστορικά, ιστορικώς, ιστορική, παρελθόν, παραδοσιακά
GT
GD
C
H
L
M
O
history
/ˈhɪs.tər.i/ = NOUN: ιστορία;
USER: ιστορία, ιστορίας, ιστορικό, την ιστορία, ιστορικού, ιστορικού
GT
GD
C
H
L
M
O
hold
/həʊld/ = NOUN: αμπάρι, κύτος, κράτηση, πιάσιμο;
VERB: κρατώ, κατέχω, συγκρατώ, διατηρώ, βαστάζω, πιάνω;
USER: κρατήστε, κρατήστε πατημένο το, κρατήστε πατημένο, κατέχουν, κατέχει
GT
GD
C
H
L
M
O
hopes
/həʊp/ = NOUN: ελπίδα;
VERB: ελπίζω, ευελπιστώ;
USER: ελπίζει, ευελπιστεί, ελπίδες, ελπίζει ότι, επιθυμεί, επιθυμεί
GT
GD
C
H
L
M
O
hot
/hɒt/ = ADJECTIVE: καυτό, ζεστός, καυτός, θερμός, καυτερό, καυτερός, καυστικός;
USER: καυτό, καυτός, ζεστός, θερμός, ζεστό
GT
GD
C
H
L
M
O
how
/haʊ/ = ADVERB: πως;
CONJUNCTION: πως, πόσον;
USER: πως, Πώς, τρόπο, το πώς, πόσο, πόσο
GT
GD
C
H
L
M
O
however
/ˌhaʊˈev.ər/ = CONJUNCTION: ωστόσο, μολαταύτα;
ADVERB: εν τούτοις, οπωσδήποτε;
USER: ωστόσο, όμως, εντούτοις, πάντως, πάντως
GT
GD
C
H
L
M
O
human
/ˈhjuː.mən/ = ADJECTIVE: ανθρώπινος;
USER: ανθρώπινος, ανθρώπινη, ανθρωπίνων, ανθρώπινα, ανθρώπινο
GT
GD
C
H
L
M
O
humanoid
/ˈ(h)yo͞oməˌnoid/ = ADJECTIVE: ανθρωποειδής;
USER: ανθρωποειδής, ανθρωποειδές, ανθρωποειδών, humanoid, ανθρωποειδή,
GT
GD
C
H
L
M
O
humans
/ˈhjuː.mən/ = USER: τον άνθρωπο, ανθρώπους, άνθρωπο, άνθρωποι, οι άνθρωποι
GT
GD
C
H
L
M
O
i
/aɪ/ = PRONOUN: εγώ;
USER: εγώ, i, Ι, θ, μπορώ
GT
GD
C
H
L
M
O
identities
/aɪˈden.tɪ.ti/ = NOUN: ταυτότητα, ταυτότης;
USER: ταυτότητες, ταυτοτήτων, ταυτότητα, ταυτότητας, ταυτότητές
GT
GD
C
H
L
M
O
identity
/aɪˈden.tɪ.ti/ = NOUN: ταυτότητα, ταυτότης;
USER: ταυτότητα, ταυτότητας, ταυτότητά, την ταυτότητα, την ταυτότητά
GT
GD
C
H
L
M
O
if
/ɪf/ = CONJUNCTION: αν, εάν, προκειμένου;
USER: αν, εάν, εφόσον, εφόσον
GT
GD
C
H
L
M
O
imagination
/ɪˌmædʒ.ɪˈneɪ.ʃən/ = NOUN: φαντασία;
USER: φαντασία, τη φαντασία, φαντασίας, η φαντασία
GT
GD
C
H
L
M
O
imaginations
/ɪˌmædʒ.ɪˈneɪ.ʃən/ = NOUN: φαντασία;
USER: φαντασία, φαντασίες, τη φαντασία, φαντασίας, φαντασία των
GT
GD
C
H
L
M
O
imagine
/ɪˈmædʒ.ɪn/ = VERB: φαντάζομαι;
USER: φαντάζομαι, φανταστείτε, φανταστεί κανείς, φανταστούμε, φανταστεί
GT
GD
C
H
L
M
O
important
/ɪmˈpɔː.tənt/ = ADJECTIVE: σπουδαίος, σοβαρός, βαρυσήμαντος;
USER: σημαντικό, σημαντική, σημαντικά, σημαντικές, σημαντικός, σημαντικός
GT
GD
C
H
L
M
O
in
/ɪn/ = PREPOSITION: σε, εν, εντός, εις, μέσα;
USER: σε, στην, στο, στη, στον, στον
GT
GD
C
H
L
M
O
inappropriate
/ˌinəˈprōprē-it/ = ADJECTIVE: ακατάλληλος;
USER: ακατάλληλος, ανάρμοστο, ακατάλληλη, ακατάλληλο, ακατάλληλες
GT
GD
C
H
L
M
O
include
/ɪnˈkluːd/ = VERB: συμπεριλαμβάνω, περιλαμβάνω, συγκαταλέγω, περιέχω;
USER: περιλαμβάνουν, περιλαμβάνει, περιλαμβάνονται, συμπεριλαμβάνουν, περιλαμβάνεται
GT
GD
C
H
L
M
O
including
/ɪnˈkluː.dɪŋ/ = PREPOSITION: συμπεριλαμβανομένου;
USER: συμπεριλαμβανομένου, συμπεριλαμβανομένων, συμπεριλαμβανομένης, όπως οι εξής, συμπεριλαμβανομένων των
GT
GD
C
H
L
M
O
increasingly
/ɪnˈkriː.sɪŋ.li/ = ADVERB: όλο και περισσότερο;
USER: όλο και περισσότερο, όλο, όλο και, ολοένα, ολοένα και, ολοένα και
GT
GD
C
H
L
M
O
incredibly
/ɪnˈkred.ɪ.bli/ = USER: απίστευτα, εξαιρετικά, εξαιρετικά
GT
GD
C
H
L
M
O
industry
/ˈɪn.də.stri/ = NOUN: βιομηχανία, φιλοπονία;
USER: βιομηχανία, βιομηχανίας, κλάδου, κλάδο, της βιομηχανίας
GT
GD
C
H
L
M
O
information
/ˌɪn.fəˈmeɪ.ʃən/ = NOUN: πληροφορίες, πληροφορία, ενημέρωση;
USER: πληροφορίες, πληροφορία, ενημέρωση, πληροφοριών, στοιχεία, στοιχεία
GT
GD
C
H
L
M
O
initiative
/ɪˈnɪʃ.ə.tɪv/ = NOUN: πρωτοβουλία;
USER: πρωτοβουλία, πρωτοβουλίας, την πρωτοβουλία, της πρωτοβουλία, πρωτοβουλία για
GT
GD
C
H
L
M
O
inspire
/ɪnˈspaɪər/ = VERB: εμπνέω;
USER: εμπνεύσει, εμπνέουν, εμπνεύσουν, εμπνέει, να εμπνεύσει
GT
GD
C
H
L
M
O
integrate
/ˈɪn.tɪ.ɡreɪt/ = VERB: ολοκληρώ, ενοποιώ, ολοκληρώνω;
USER: ενσωματώσει, ενσωματώσουν, ενσωμάτωση, ενσωματώνουν, ενσωματωθούν
GT
GD
C
H
L
M
O
intelligence
/inˈtelijəns/ = NOUN: νοημοσύνη, εξυπνάδα, πληροφορία, είδηση;
USER: νοημοσύνη, εξυπνάδα, νοημοσύνης, ευφυΐα, μυστικών
GT
GD
C
H
L
M
O
intelligent
/inˈtelijənt/ = ADJECTIVE: έξυπνος, νοήμων;
USER: έξυπνος, νοήμων, ευφυή, έξυπνη, ευφυής
GT
GD
C
H
L
M
O
interact
/ˌɪn.təˈrækt/ = VERB: αλληλεπιδρώ, επιδρώ αμοιβαία;
USER: αλληλεπιδρούν, αλληλεπιδράσουν, αλληλεπίδραση, αλληλεπιδράσει, αλληλεπιδρά
GT
GD
C
H
L
M
O
interacting
/ˌɪn.təˈrækt/ = VERB: αλληλεπιδρώ, επιδρώ αμοιβαία;
USER: αλληλεπιδρώντας, αλληλεπίδραση, αλληλεπιδρούν, αλληλεπίδρασης, αλληλεπιδρά
GT
GD
C
H
L
M
O
interaction
/ˌɪn.təˈræk.ʃən/ = NOUN: αλληλεπίδραση;
USER: αλληλεπίδραση, αλληλεπίδρασης, την αλληλεπίδραση, διάδραση, αλληλεπιδράσεων
GT
GD
C
H
L
M
O
interactions
/ˌɪn.təˈræk.ʃən/ = NOUN: αλληλεπίδραση;
USER: αλληλεπιδράσεις, αλληλεπιδράσεων, αλληλεπίδρασης, αλληλεπίδραση, τις αλληλεπιδράσεις
GT
GD
C
H
L
M
O
interacts
/ˌɪn.təˈrækt/ = USER: αλληλεπιδρά, αλληλεπιδρούν, συνεργάζεται, αντιδρά, αλληλεπίδραση
GT
GD
C
H
L
M
O
interface
/ˈɪn.tə.feɪs/ = USER: interface, διεπαφή, διασύνδεση, διεπαφής, διασύνδεσης
GT
GD
C
H
L
M
O
interfacing
/ˈɪn.tə.feɪs/ = USER: διασυνδέεται
GT
GD
C
H
L
M
O
into
/ˈɪn.tuː/ = PREPOSITION: σε, μέσα, εντός, εις;
USER: σε, μέσα, στην, στο, στη, στη
GT
GD
C
H
L
M
O
intuitive
/ɪnˈtjuː.ɪ.tɪv/ = ADJECTIVE: ενστικτώδης, προαισθηματικός;
USER: διαισθητική, διαισθητικό, διαισθητικές, έξυπνο, διαισθητικά
GT
GD
C
H
L
M
O
intuitively
/ɪnˈtjuː.ɪ.tɪv/ = USER: διαισθητικά, ενστικτωδώς, διαισθητικό, διαίσθηση
GT
GD
C
H
L
M
O
invention
/ɪnˈven.ʃən/ = NOUN: εφεύρεση;
USER: εφεύρεση, εφεύρεσης, εφευρέσεως, ευρεσιτεχνίας, ευρεσιτεχνία
GT
GD
C
H
L
M
O
is
/ɪz/ = USER: είναι, είναι η, αποτελεί, έχει, βρίσκεται, βρίσκεται
GT
GD
C
H
L
M
O
isn
GT
GD
C
H
L
M
O
it
/ɪt/ = PRONOUN: το, αυτό;
USER: αυτό, το, είναι, να, ότι, ότι
GT
GD
C
H
L
M
O
its
/ɪts/ = PRONOUN: του, αυτού του, δικό του;
USER: του, της, τους, τους
GT
GD
C
H
L
M
O
jeopardy
/ˈdʒep.ə.di/ = NOUN: διακινδύνευση, κίνδυνος;
USER: διακινδύνευση, κίνδυνος, κίνδυνο, κινδυνεύει, διακινδύνευσης
GT
GD
C
H
L
M
O
jet
/dʒet/ = NOUN: αεριωθούμενο, πίδακας, γαγάτης, τζέτ, αεριοθούμενο αεροπλάνο, φωτοβολίδα, πύραυλος, μαύρο γυαλί;
VERB: αναβλύζω, εκτοξεύω, εκρέω, εκπηδώ;
ADJECTIVE: κρουνός;
USER: αεριωθούμενο, πίδακας, jet, τζετ, εκτόξευση
GT
GD
C
H
L
M
O
just
/dʒʌst/ = ADVERB: μόλις, απλώς, μόνο και μόνο, κυριολεκτικά;
ADJECTIVE: δίκαιος, ακριβής, ορθός, πρέπων, δικαιολογημένος;
USER: μόλις, απλώς, μόνο και μόνο, μόνο, ακριβώς
GT
GD
C
H
L
M
O
k
= ABBREVIATION: μεγάλο;
USER: l, ιβ, αριθ. L, Ι, λίτρο
GT
GD
C
H
L
M
O
keep
/kiːp/ = NOUN: διατήρηση, συντήρηση, φαί;
VERB: κρατώ, διατηρώ, μένω, φυλάσσω, συντηρώ, συντηρούμαι, γιορτάζω;
USER: διατήρηση, κρατήσει, να κρατήσει, τηρούν, κρατήσετε
GT
GD
C
H
L
M
O
key
/kiː/ = NOUN: κλειδί, πλήκτρο, λύση, κλείς, μουσικό κλειδί, τόνος μουσική, ξηρόνησο;
VERB: τονίζω;
USER: πλήκτρο, κλειδί, Key, βασικά, βασικό
GT
GD
C
H
L
M
O
kids
/kɪd/ = NOUN: μικρόκοσμος;
USER: παιδιά, τα παιδιά, kids, για παιδιά, Παιδικά
GT
GD
C
H
L
M
O
kind
/kaɪnd/ = NOUN: είδος, κατηγορία, γένος, ποικιλία, φιλόφρων;
ADJECTIVE: καλός, ευγενικός, αγαθός, ευνοϊκός, περιποιητικός;
USER: είδος, είδους, το είδος, του είδους, τύπων
GT
GD
C
H
L
M
O
kinds
/kaɪnd/ = NOUN: είδος, κατηγορία, γένος, ποικιλία, φιλόφρων;
USER: είδη, τα είδη, ειδών, των ειδών, είδους
GT
GD
C
H
L
M
O
kitty
/ˈkɪ.ti/ = NOUN: γατούλα, γατάκι, κοινό ταμείο, ψιψίνα, ποτ, βιδάνιο;
USER: γατούλα, γατάκι, Kitty, γατακιών, το γατάκι
GT
GD
C
H
L
M
O
know
/nəʊ/ = VERB: γνωρίζω, ξέρω, αναγνωρίζω, ξεχωρίζω, έχω πείρα;
USER: ξέρω, γνωρίζω, ξέρετε, γνωρίζουν, γνωρίζουμε, γνωρίζουμε
GT
GD
C
H
L
M
O
labeled
/ˈleɪ.bəl/ = USER: επισημαίνονται, χαρακτηρισμένα, επισημανθεί, ετικέτα, επισήμανση
GT
GD
C
H
L
M
O
laboratory
/ˈlabrəˌtôrē/ = NOUN: εργαστήριο;
USER: εργαστήριο, εργαστηρίου, εργαστηριακές, εργαστηριακών, εργαστηριακή
GT
GD
C
H
L
M
O
language
/ˈlæŋ.ɡwɪdʒ/ = NOUN: γλώσσα;
USER: γλώσσα, γλώσσας, γλωσσών, γλώσσες, γλωσσικές, γλωσσικές
GT
GD
C
H
L
M
O
large
/lɑːdʒ/ = NOUN: μεγάλο;
ADJECTIVE: μεγάλος, ευρύς, μέγας, πλατύς;
USER: μεγάλο, μεγάλος, μεγάλη, μεγάλες, μεγάλα, μεγάλα
GT
GD
C
H
L
M
O
largely
/ˈlɑːdʒ.li/ = ADVERB: μεγάλα, ευρεώς;
USER: σε μεγάλο βαθμό, μεγάλο βαθμό, πολλοίς, μεγάλο, κυρίως
GT
GD
C
H
L
M
O
later
/ˈleɪ.tər/ = ADVERB: αργότερα, ύστερα;
NOUN: βραδύτερο;
ADJECTIVE: ύστερος, νεώτερος, υστερόχρονος, βραδύτερος;
USER: αργότερα, αργότερο, μεταγενέστερη, μετά, μεταγενέστερο
GT
GD
C
H
L
M
O
latest
/ˈleɪ.tɪst/ = NOUN: αργότερο;
ADJECTIVE: τελευταίος, νεώτατος;
USER: αργότερο, τελευταία, τελευταίες, πρόσφατες, τελευταίο
GT
GD
C
H
L
M
O
learning
/ˈlɜː.nɪŋ/ = NOUN: vzdělání, studium, učenost, vědomost;
USER: μάθηση, μάθησης, εκμάθηση, εκμάθησης, μαθησιακές, μαθησιακές
GT
GD
C
H
L
M
O
let
/let/ = USER: let-, let, may, I wish, let, αφήνω, επιτρέπω, ενοικιάζω, αφίνω;
NOUN: μίσθωση, κώλυμα;
USER: ας, αφήσει, αφήστε, επιτρέψτε, αφήσουμε
GT
GD
C
H
L
M
O
level
/ˈlev.əl/ = NOUN: επίπεδο, στάθμη, αλφάδι, οριακή γραμμή;
ADJECTIVE: επίπεδος, ισόπεδος, πεδινός, δίκαιος, φρόνιμος;
VERB: ισοπεδώ;
USER: επίπεδο, στάθμη, επιπέδου, το επίπεδο
GT
GD
C
H
L
M
O
levels
/ˈlev.əl/ = NOUN: επίπεδο, στάθμη, αλφάδι, οριακή γραμμή;
VERB: ισοπεδώ;
USER: επίπεδα, τα επίπεδα, επιπέδων, επίπεδο, των επιπέδων, των επιπέδων
GT
GD
C
H
L
M
O
life
/laɪf/ = NOUN: ζωή, βίος;
USER: ζωή, ζωής, τη ζωή, της ζωής, η ζωή, η ζωή
GT
GD
C
H
L
M
O
like
/laɪk/ = CONJUNCTION: σαν;
VERB: συμπαθώ, αρέσω, αγαπώ, βρίσκω καλό, ευρίσκω καλόν;
ADJECTIVE: όμοιος;
ADVERB: καθώς, αφάνταστα;
USER: σαν, όπως, όπως το, όπως η
GT
GD
C
H
L
M
O
lipid
/ˈlɪp.ɪd/ = USER: λιπιδίων, λιπίδια, των λιπιδίων, λιπίδιο, λιπιδικό
GT
GD
C
H
L
M
O
liquid
/ˈlɪk.wɪd/ = NOUN: υγρό, ρευστό;
ADJECTIVE: υγρός, ρευστός, χρηματικός;
USER: υγρό, υγρού, υγρών, υγρά, υγρή
GT
GD
C
H
L
M
O
literally
/ˈlɪt.ər.əl.i/ = USER: κυριολεκτικά, στην κυριολεξία, κυριολεξία, γράμμα, κυριολεκτικά να
GT
GD
C
H
L
M
O
little
/ˈlɪt.l̩/ = ADVERB: λίγο, ολίγο, ολιγώς;
ADJECTIVE: μικρός, λίγος, ολίγος;
USER: λίγο, μικρό, μικρή, λίγη, λίγα, λίγα
GT
GD
C
H
L
M
O
lives
/laɪvz/ = NOUN: ζωή, βίος;
USER: ζωές, ζωή, τη ζωή, ζωής, ζει, ζει
GT
GD
C
H
L
M
O
long
/lɒŋ/ = ADJECTIVE: μακρύς, μάκρος, χρόνιος;
VERB: ποθώ, υπερεπιθυμώ;
ADVERB: επί μάκρον;
USER: μακρύς, μακρά, καιρό, μεγάλο, μεγάλη, μεγάλη
GT
GD
C
H
L
M
O
look
/lʊk/ = NOUN: ματιά, βλέμμα, όψη, μορφή, ύφος;
VERB: κοιτάζω, φαίνομαι, βλέπω;
USER: ματιά, κοιτάζω, κοιτάξτε, βλέμμα, εξετάσουμε, εξετάσουμε
GT
GD
C
H
L
M
O
looking
/ˌɡʊdˈlʊk.ɪŋ/ = USER: ψάχνει, ψάχνετε, αναζητούν, κοιτάζοντας, ψάχνουν
GT
GD
C
H
L
M
O
looks
/lʊk/ = NOUN: παρουσιαστικό;
USER: φαίνεται, μοιάζει, κοιτάζει, εξετάζει, και φαίνεται
GT
GD
C
H
L
M
O
lot
/lɒt/ = NOUN: παρτίδα, λώτ;
USER: παρτίδα, πολλά, πολύ, πολλές, πολλή, πολλή
GT
GD
C
H
L
M
O
love
/lʌv/ = NOUN: αγάπη, έρωτας, έρως;
VERB: αγαπώ, έρωμαι;
USER: αγάπη, αγαπώ, αγαπούν, αρέσει, αγαπάτε
GT
GD
C
H
L
M
O
low
/ləʊ/ = ADJECTIVE: χαμηλός, ευτελής, ταπεινός, πρόστυχος;
VERB: μυκώμαι, μουγγρίζω;
USER: χαμηλός, χαμηλή, χαμηλό, χαμηλής, χαμηλού
GT
GD
C
H
L
M
O
m
/əm/ = USER: m, μ, μ., τ.μ., μέτρα
GT
GD
C
H
L
M
O
machine
/məˈʃiːn/ = NOUN: μηχανή;
USER: μηχανή, μηχάνημα, μηχανής, μηχανήματος, ρούχων
GT
GD
C
H
L
M
O
machines
/məˈʃiːn/ = NOUN: μηχανή;
USER: μηχανές, μηχανήματα, μηχανημάτων, μηχανών, ρούχων
GT
GD
C
H
L
M
O
made
/meɪd/ = ADJECTIVE: κατασκευασμένος, γινώμενος;
USER: που, γίνεται, έκανε, γίνονται, γίνει
GT
GD
C
H
L
M
O
magazine
/ˌmæɡ.əˈziːn/ = NOUN: περιοδικό;
USER: περιοδικό, περιοδικού, περιοδικών, το περιοδικό, γεμιστήρα
GT
GD
C
H
L
M
O
magic
/ˈmædʒ.ɪk/ = NOUN: μαγεία;
ADJECTIVE: μαγικός;
USER: μαγεία, ιατρικό, μαγικό, μαγική, μαγείας, μαγείας
GT
GD
C
H
L
M
O
major
/ˈmeɪ.dʒər/ = ADJECTIVE: μείζων, μεγαλείτερος, πρεσβύτερος;
NOUN: ταγματάρχης;
USER: μείζων, μεγάλες, σημαντικό, μεγάλων, σημαντική
GT
GD
C
H
L
M
O
make
/meɪk/ = VERB: κάνω, κατασκευάζω, καθιστώ, πλάθω, συνθέτω, φθάνω;
NOUN: μάρκα, κατασκευή;
USER: κάνω, να, κάνει, κάνουν, κάνετε, κάνετε
GT
GD
C
H
L
M
O
makes
/meɪk/ = NOUN: μάρκα, κατασκευή;
VERB: κάνω, κατασκευάζω, καθιστώ, πλάθω, συνθέτω, φθάνω;
USER: κάνει, καθιστά, που κάνει, έκανε, το καθιστά
GT
GD
C
H
L
M
O
making
/ˈmeɪ.kɪŋ/ = NOUN: κατασκευή, ποίηση;
USER: κατασκευή, καθιστώντας, κάνει, λήψης, κάνοντας, κάνοντας
GT
GD
C
H
L
M
O
manufacturing
/ˌmanyəˈfakCHər/ = NOUN: βιομηχανοποίηση;
USER: παραγωγής, κατασκευή, κατασκευής, παρασκευής, την κατασκευή
GT
GD
C
H
L
M
O
mass
/mæs/ = NOUN: μάζα, όγκος, λειτουργία, σύνολο, θεία λειτουργία, σωρός;
VERB: μαζεύω, συσσωρεύω;
USER: μάζα, μάζας, μαζικής, μαζική, βάρος
GT
GD
C
H
L
M
O
material
/məˈtɪə.ri.əl/ = NOUN: υλικό, ύλη, ύφασμα, πανί;
ADJECTIVE: ουσιώδης, υλικός, σημαντικός;
USER: υλικό, ύλη, υλικού, υλικών, υλικά
GT
GD
C
H
L
M
O
materials
/məˈtɪə.ri.əl/ = NOUN: υλικό, ύλη, ύφασμα, πανί;
USER: υλικά, υλικών, τα υλικά, ύλες, υλών
GT
GD
C
H
L
M
O
matter
/ˈmæt.ər/ = NOUN: ζήτημα, ύλη, υπόθεση, ουσία, πράγμα, ενδιαφέρο;
VERB: σημαίνω;
USER: ύλη, ζήτημα, σημασία, έχει σημασία, πειράζει
GT
GD
C
H
L
M
O
may
/meɪ/ = VERB: ενδέχεται, επιτρέπεται, μπορώ, δύναμαι, may-, may, let, may, I wish, I wish, may;
USER: ενδέχεται, επιτρέπεται, ίσως, μπορεί, μπορούν, μπορούν
GT
GD
C
H
L
M
O
maybe
/ˈmeɪ.bi/ = ADVERB: ίσως, μήπως, πιθανώς;
USER: ίσως, ίσως και, ίσως να, μήπως
GT
GD
C
H
L
M
O
me
/miː/ = PRONOUN: μου, με, εμένα, εγώ;
USER: μου, εμένα, με, εγώ, μένα, μένα
GT
GD
C
H
L
M
O
meaning
/mēn/ = NOUN: έννοια, νόημα;
USER: έννοια, νόημα, την έννοια, σημαίνει, που σημαίνει
GT
GD
C
H
L
M
O
meaningful
/ˈmiː.nɪŋ.fəl/ = ADJECTIVE: βαρυσήμαντος, γεμάτος σημασία;
USER: νόημα, ουσιαστική, ουσιαστικές, έχει νόημα, σημαντική
GT
GD
C
H
L
M
O
means
/miːnz/ = NOUN: μέσα, μέσο;
USER: μέσα, μέσο, σημαίνει, νοείται, σημαίνει ότι, σημαίνει ότι
GT
GD
C
H
L
M
O
mechanics
/məˈkanik/ = NOUN: μηχανική;
USER: μηχανική, μηχανικής, μηχανικούς, μηχανικοί, μηχανικών
GT
GD
C
H
L
M
O
mental
/ˈmen.təl/ = ADJECTIVE: διανοητικός, ψυχικός, του νου, νοερός, φρενικός;
USER: ψυχική, διανοητική, νοητική, ψυχικής, πνευματική, πνευματική
GT
GD
C
H
L
M
O
mere
/mɪər/ = ADVERB: μόνο, παρά, ουδέν άλλο;
ADJECTIVE: απλός, απλούς;
USER: μόνο, απλός, απλούς, απλή, απλώς
GT
GD
C
H
L
M
O
merely
/ˈmɪə.li/ = ADVERB: απλώς;
USER: απλώς, μόνο, απλά, μόνον, απλή
GT
GD
C
H
L
M
O
might
/maɪt/ = NOUN: δύναμη, ισχύς, κραταιότητα, κραταιότης;
USER: δύναμη, θα μπορούσε, μπορούσε, ενδέχεται, ενδέχεται να, ενδέχεται να
GT
GD
C
H
L
M
O
million
/ˈmɪl.jən/ = USER: million-, million, εκατομμύριο;
USER: εκατομμύριο, εκατομμύρια, εκατ., εκατ. ευρώ, εκατομμυρίων
GT
GD
C
H
L
M
O
mimicry
/ˈmɪm.ɪk/ = NOUN: διακωμώδηση, απομίμηση;
USER: διακωμώδηση, απομίμηση, μίμηση, μιμητισμός, μιμητισμό
GT
GD
C
H
L
M
O
mind
/maɪnd/ = NOUN: μυαλό, γνώμη, νους, διάνοια;
VERB: νοιάζομαι, προσέχω, συνερίζομαι, φροντίζω;
USER: μυαλό, νου, το μυαλό, πειράζει, πείραζε, πείραζε
GT
GD
C
H
L
M
O
mine
/maɪn/ = NOUN: ορυχείο, νάρκη, μεταλλείο, μεταλλωρυχείο, φουρνέλλο, υπόνομος;
PRONOUN: δικός μου, ιδικός μου;
VERB: μεταλλεύω, υπονομεύω, υποσκάπτω, ναρκοθετώ;
USER: ορυχείο, νάρκη, μεταλλείο, δική μου, ναρκών
GT
GD
C
H
L
M
O
mobility
/məʊˈbɪl.ɪ.ti/ = NOUN: κινητικότητα, ευκινησία;
USER: κινητικότητα, κινητικότητας, την κινητικότητα, της κινητικότητας, κινητικότητα των
GT
GD
C
H
L
M
O
model
/ˈmɒd.əl/ = NOUN: μοντέλο, υπόδειγμα;
ADJECTIVE: πρότυπο, πρότυπος;
VERB: προπλάττω;
USER: μοντέλο, υπόδειγμα, πρότυπο, μοντέλου, το μοντέλο
GT
GD
C
H
L
M
O
modern
/ˈmɒd.ən/ = ADJECTIVE: σύγχρονος, μοντέρνος, νέος, νεώτερος;
USER: σύγχρονος, μοντέρνος, σύγχρονη, σύγχρονες, μοντέρνα
GT
GD
C
H
L
M
O
moment
/ˈməʊ.mənt/ = NOUN: στιγμή, σπουδαιότητα, σπουδαιότης;
USER: στιγμή, τη στιγμή, παρόν, στιγμή που, παρόντος, παρόντος
GT
GD
C
H
L
M
O
more
/mɔːr/ = ADVERB: περισσότερο, πλέον, ακόμη, πιό, παραπάνω, μάλλον, κι άλλο;
ADJECTIVE: περισσότερος, πιότερος;
USER: περισσότερο, ακόμη, πλέον, περισσότερα, πιο
GT
GD
C
H
L
M
O
most
/məʊst/ = ADVERB: πλέον, μάλλον;
ADJECTIVE: περισσότερος, πλείστος;
NOUN: πλείστο, πλείστοι, μάλιστα;
USER: πλέον, πιο, περισσότερες, περισσότερα, περισσότεροι
GT
GD
C
H
L
M
O
motors
/ˈməʊ.tər/ = NOUN: μοτέρ, κινητήρας, μηχανή, κινητήρ;
USER: κινητήρες, μοτέρ, κινητήρων, Motors, ηλεκτροκινητήρες
GT
GD
C
H
L
M
O
move
/muːv/ = NOUN: κίνηση;
VERB: κινούμαι, προτείνω, κινώ, μετακινώ, κουνιέμαι, μετατοπίζω, σειέμαι, συγκινώ, μετοικώ;
USER: κίνηση, μετακινήσετε, κινηθεί, προχωρήσουμε, κινούνται
GT
GD
C
H
L
M
O
movement
/ˈmuːv.mənt/ = NOUN: κίνηση, κίνημα, μετακίνηση, κίνηση λογαριασμού;
USER: κίνημα, κίνηση, μετακίνηση, κυκλοφορία, κυκλοφορίας
GT
GD
C
H
L
M
O
movie
/ˈmuː.vi/ = NOUN: ταινία, κινηματογράφος, ταινία κινηματογράφου;
USER: ταινία, κινηματογράφος, ταινίας, ταινιών, την ταινία
GT
GD
C
H
L
M
O
movies
/ˈmuː.vi/ = NOUN: κινηματογράφος;
USER: ταινίες, Κινηματογράφος, ταινιών, κινηματογράφους, Movies
GT
GD
C
H
L
M
O
much
/mʌtʃ/ = ADVERB: πολύ;
ADJECTIVE: πολύς;
USER: πολύ, πολλά, μεγάλο, μεγάλη, μεγάλο μέρος, μεγάλο μέρος
GT
GD
C
H
L
M
O
my
/maɪ/ = PRONOUN: můj;
USER: μου, My, μου xo.gr, μου Η, μου Η
GT
GD
C
H
L
M
O
myths
/mɪθ/ = NOUN: μύθος;
USER: μύθοι, μύθους, τους μύθους, μύθων, οι μύθοι
GT
GD
C
H
L
M
O
named
/neɪm/ = VERB: κατονομάζω, ονομάζω, διορίζω;
USER: το όνομα, όνομα, που ονομάζεται, ονομάζεται, το όνομά
GT
GD
C
H
L
M
O
narrow
/ˈnær.əʊ/ = ADJECTIVE: στενός, περιωρισμένος, περιορισμένης αντίληψης;
VERB: στενεύω;
USER: στενός, στενό, στενά, στενή, στενές
GT
GD
C
H
L
M
O
nasa
/ˈnæs.ə/ = USER: nasa, της NASA, τη NASA, η NASA, ΝΑΣΑ
GT
GD
C
H
L
M
O
national
/ˈnæʃ.ən.əl/ = ADJECTIVE: εθνικός, υπήκοος;
USER: εθνικός, υπήκοος, εθνικό, εθνικών, εθνικές
GT
GD
C
H
L
M
O
natural
/ˈnætʃ.ər.əl/ = ADJECTIVE: φυσικός, φυσιολογικός, εκ φύσεως, έμφυτος;
USER: φυσικός, φυσικό, φυσικών, φυσικά, φυσική, φυσική
GT
GD
C
H
L
M
O
naturally
/ˈnætʃ.ər.əl.i/ = ADVERB: φυσικά, απλά;
USER: φυσικά, φυσικό, φυσικώς, φυσιολογικά, φυσικό τρόπο, φυσικό τρόπο
GT
GD
C
H
L
M
O
need
/niːd/ = NOUN: ανάγκη, χρεία;
VERB: χρειάζομαι, έχω ανάγκη;
USER: ανάγκη, χρειάζομαι, πρέπει, χρειάζεται, χρειάζεστε, χρειάζεστε
GT
GD
C
H
L
M
O
new
/njuː/ = ADJECTIVE: νέος, καινούργιος, καινουργής, πρόσφατος, φρέσκος;
USER: νέος, νέα, νέο, νέων, νέες, νέες
GT
GD
C
H
L
M
O
next
/nekst/ = ADJECTIVE: επόμενος, προσεχής, πλησιέστερος, πλησιέστατος;
PREPOSITION: έπειτα;
USER: επόμενος, Επόμενη, επόμενο, δίπλα, επόμενα, επόμενα
GT
GD
C
H
L
M
O
nice
/naɪs/ = ADJECTIVE: όμορφη, συμπαθητικός, καλός, ωραίος, λεπτός, νόστιμος;
NOUN: νίκαια, ακριβολόγος;
USER: ωραία, ωραίο, συμπαθητικό
GT
GD
C
H
L
M
O
no
/nəʊ/ = ADVERB: όχι, ουχί;
PRONOUN: κανείς, ουδείς;
USER: όχι, αριθ., δεν, καμία, υπάρχει, υπάρχει
GT
GD
C
H
L
M
O
not
/nɒt/ = ADVERB: δεν, όχι, μη;
USER: δεν, όχι, μη, μην, δεν είναι, δεν είναι
GT
GD
C
H
L
M
O
novel
/ˈnɒv.əl/ = NOUN: μυθιστόρημα, μυθιστορία;
ADJECTIVE: νέος, καινοφανής;
USER: μυθιστόρημα, νέα, νέων, νέες, νέο
GT
GD
C
H
L
M
O
now
/naʊ/ = ADVERB: τώρα, λοιπόν, όμως, τώρα λοιπόν;
USER: τώρα, επιχειρηση, την επιχειρηση, πλέον, με την επιχειρηση, με την επιχειρηση
GT
GD
C
H
L
M
O
numerals
/ˈnjuː.mə.rəl/ = NOUN: αριθμός, ψηφίο;
USER: αριθμοί, αριθμούς, αριθμών, νούμερα, αριθμητικά
GT
GD
C
H
L
M
O
nurture
/ˈnɜː.tʃər/ = NOUN: ανατροφή;
VERB: καλλιεργώ, ανατρέφω, τρέφω;
USER: ανατροφή, γαλουχήσει, καλλιέργεια, τροφοδοτούν, να γαλουχήσει
GT
GD
C
H
L
M
O
of
/əv/ = PREPOSITION: του, από;
USER: από, του, της, των, των
GT
GD
C
H
L
M
O
often
/ˈɒf.ən/ = ADVERB: συχνά, τακτικά, πολλάκις;
USER: συχνά, συνήθως, φορές, πολλές φορές, που συχνά, που συχνά
GT
GD
C
H
L
M
O
okay
/ˌəʊˈkeɪ/ = NOUN: καλά;
VERB: εγκρίνω;
USER: καλά, εντάξει, okay, πειράζει, εντάξει για
GT
GD
C
H
L
M
O
old
/əʊld/ = ADJECTIVE: παλιός, παλαιός, ηλικιωμένος, γέρικος, χρόνιος, γεροντικός;
NOUN: γέρος, γριά;
USER: γριά, παλαιός, παλιός, παλιά, παλιό, παλιό
GT
GD
C
H
L
M
O
on
/ɒn/ = PREPOSITION: επί, κατά, προς, επάνω, εμπρός, εις;
ADVERB: κατά συνέχεια;
USER: επί, κατά, για, σε, σχετικά, σχετικά
GT
GD
C
H
L
M
O
once
/wʌns/ = ADVERB: μια φορά, άπαξ, κάποτε, άλλοτε;
USER: μια φορά, κάποτε, άπαξ, μία φορά, φορά, φορά
GT
GD
C
H
L
M
O
one
/wʌn/ = PRONOUN: ένας, κάποιος, εις;
USER: ένας, κάποιος, ένα, μία, μια, μια
GT
GD
C
H
L
M
O
open
/ˈəʊ.pən/ = ADJECTIVE: ανοιχτό, ανοικτός, ανοιχτός, ειλικρινής;
VERB: ανοίγω, ανοίγομαι;
USER: ανοιχτό, ανοίξει, ανοίξετε, ανοίξτε, άνοιγμα
GT
GD
C
H
L
M
O
operating
= ADJECTIVE: λειτουργικός;
USER: λειτουργίας, που λειτουργούν, λειτουργούν, λειτουργεί, δραστηριοποιούνται
GT
GD
C
H
L
M
O
or
/ɔːr/ = CONJUNCTION: ή;
USER: ή, και, ή να, είτε, ή την, ή την
GT
GD
C
H
L
M
O
order
/ˈɔː.dər/ = NOUN: παραγγελία, τάξη, εντολή, διαταγή, τάγμα, σύστημα, προσταγή, βαθμός, παράσημο, κανόνας;
VERB: διατάσσω, παραγγέλλω, παραγγέλνω, κανονίζω, προστάζω;
USER: παραγγελία, τάξη, διαταγή, εντολή, προκειμένου
GT
GD
C
H
L
M
O
organization
/ˌɔː.ɡən.aɪˈzeɪ.ʃən/ = NOUN: οργάνωση, οργανισμός, διοργάνωση, σωματείο;
USER: οργάνωση, οργανισμός, διοργάνωση, οργάνωσης, οργανώσεως
GT
GD
C
H
L
M
O
other
/ˈʌð.ər/ = ADJECTIVE: άλλος;
USER: άλλος, άλλα, άλλες, άλλων, άλλους, άλλους
GT
GD
C
H
L
M
O
our
/aʊər/ = PRONOUN:
GT
GD
C
H
L
M
O
ourselves
/ˌaʊəˈselvz/ = PRONOUN: εμάς, εμείς οι ίδιοι, εαυτοί μας;
USER: εμείς οι ίδιοι, εμάς, εαυτούς μας, τους εαυτούς μας, εαυτό μας
GT
GD
C
H
L
M
O
out
/aʊt/ = ADVERB: έξω, απέξω;
PREPOSITION: εκτός, εκ;
USER: έξω, εκτός, από, out, Αναχώρηση, Αναχώρηση
GT
GD
C
H
L
M
O
over
/ˈəʊ.vər/ = PREPOSITION: επί, πέρα, από πάνω, υπέρ;
ADVERB: υπεράνω, πλέον, πάρα πολύ, αποπάνω;
ADJECTIVE: τελειομένος;
USER: επί, πέρα, υπεράνω, πάνω, πάνω από
GT
GD
C
H
L
M
O
own
/əʊn/ = PRONOUN: ίδιος, ιδικός μου;
VERB: κατέχω, έχω, ομολογώ, εξουσιάζω;
USER: δική, τη δική, δικό, το δικό, δικές, δικές
GT
GD
C
H
L
M
O
part
/pɑːt/ = NOUN: μέρος, τμήμα, τεύχος;
VERB: χωρίζω, χωρίζομαι;
USER: μέρος, τμήμα, είδους, μέλος, πλαίσιο, πλαίσιο
GT
GD
C
H
L
M
O
particular
/pəˈtɪk.jʊ.lər/ = ADJECTIVE: ιδιαίτερος, λεπτολόγος;
NOUN: λεπτομέρεια, λεπτομέρειες, καθέκαστα;
USER: ειδικότερα, ιδιαίτερα, συγκεκριμένα, ιδίως, ιδίως το
GT
GD
C
H
L
M
O
path
/pɑːθ/ = NOUN: μονοπάτι, δρόμος, ατραπός;
USER: μονοπάτι, δρόμος, διαδρομή, πορεία, διαδρομής
GT
GD
C
H
L
M
O
pave
/peɪv/ = VERB: στρώνω δρόμον, λιθοστρώνω, ετοιμάζω τον δρόμον;
USER: ανοίξει, να ανοίξει, προετοιμάσει, προλειάνει, προετοιμάσουν
GT
GD
C
H
L
M
O
pc
/ˌpiːˈsiː/ = USER: pc, Υ, υπολογιστή, Τ.Κ., τεμ
GT
GD
C
H
L
M
O
people
/ˈpiː.pl̩/ = NOUN: άνθρωποι, λαός, κόσμος, ντουνιάς;
VERB: κατοικίζω;
USER: άνθρωποι, άτομα, ανθρώπους, ανθρώπων, οι άνθρωποι, οι άνθρωποι
GT
GD
C
H
L
M
O
perception
/pəˈsep.ʃən/ = NOUN: αντίληψη;
USER: αντίληψη, αντίληψης, την αντίληψη, αντίληψή, η αντίληψη
GT
GD
C
H
L
M
O
perceptions
/pəˈsep.ʃən/ = NOUN: αντίληψη;
USER: αντιλήψεις, αντιλήψεων, τις αντιλήψεις, οι αντιλήψεις, αντιλήψεις των
GT
GD
C
H
L
M
O
performance
/pəˈfɔː.məns/ = NOUN: εκτέλεση, επίδοση, εκπλήρωση, παράσταση, τέλεση;
USER: επίδοση, εκτέλεση, παράσταση, εκπλήρωση, απόδοση
GT
GD
C
H
L
M
O
person
/ˈpɜː.sən/ = NOUN: άτομο, πρόσωπο, υποκείμενο;
USER: πρόσωπο, άτομο, προσώπου, ατόμου, άτομα
GT
GD
C
H
L
M
O
personality
/ˌpərsəˈnalitē/ = NOUN: προσωπικότητα, προσωπικότης, ατομικότης;
USER: προσωπικότητα, προσωπικότητας, προσωπικότητά, την προσωπικότητά, την προσωπικότητα
GT
GD
C
H
L
M
O
phd
/ˌpiː.eɪtʃˈdiː/ = USER: phd, διδακτορικό, διδακτορική, διδακτορικά, Διδάκτωρ
GT
GD
C
H
L
M
O
phenomenal
/fəˈnɒm.ɪ.nəl/ = ADJECTIVE: φαινομενικός;
USER: φαινομενικός, εκπληκτική, πρωτοφανής, πρωτοφανή, εντυπωσιακή
GT
GD
C
H
L
M
O
physical
/ˈfɪz.ɪ.kəl/ = ADJECTIVE: φυσικός, σωματικός, υλικός;
USER: φυσικός, φυσική, σωματική, φυσικές, φυσικά
GT
GD
C
H
L
M
O
physics
/ˈfɪz.ɪks/ = NOUN: φυσική;
USER: φυσική, Φυσικής, τη φυσική, Physics, της φυσικής
GT
GD
C
H
L
M
O
pieces
/pēs/ = NOUN: κομμάτι, τεμάχιο, νόμισμα, όπλο;
VERB: συρράπτω, συνδυάζω;
USER: κομμάτια, τεμάχια, τα κομμάτια, τεμαχίων, κομματιών
GT
GD
C
H
L
M
O
place
/pleɪs/ = NOUN: θέση, μέρος, τόπος, τοποθέτηση, σημείο, πλατεία;
VERB: τοποθετώ, θέτω;
USER: θέση, μέρος, τόπος, σημείο, τόπο, τόπο
GT
GD
C
H
L
M
O
platform
/ˈplæt.fɔːm/ = NOUN: πλατφόρμα, εξέδρα, αποβάθρα, πολιτικό πρόγραμμα;
USER: πλατφόρμα, εξέδρα, πλατφόρμας, πλατφόρμα για, την πλατφόρμα
GT
GD
C
H
L
M
O
pockets
/ˈpɒk.ɪt/ = NOUN: τσέπη, θυλάκιο;
VERB: τσεπώνω;
USER: τσέπες, θύλακες, θήκες, τις τσέπες, τσέπη
GT
GD
C
H
L
M
O
point
/pɔɪnt/ = NOUN: σημείο, μύτη, άκρη, ακμή, προκείμενο;
USER: σημείο, στοιχείο, το σημείο, σημείου, σημείου
GT
GD
C
H
L
M
O
pointer
/ˈpɔɪn.tər/ = NOUN: δείκτης, λαγωνικό, χάρακας, ανιχνευτικός σκύλος;
USER: δείκτης, δείκτη, δείκτη του, pointer, δείκτης του
GT
GD
C
H
L
M
O
portrait
/ˈpɔː.trət/ = NOUN: πορτρέτο, εικών;
USER: πορτρέτο, πορτραίτο, πορτρέτου, προσωπογραφία, Portrait
GT
GD
C
H
L
M
O
possible
/ˈpɒs.ə.bl̩/ = ADJECTIVE: δυνατός;
USER: δυνατός, δυνατόν, δυνατό, δυνατή, το δυνατόν, το δυνατόν
GT
GD
C
H
L
M
O
potentially
/pəˈten.ʃəl.i/ = USER: δυνητικά, ενδεχομένως, δυνάμει, δυνητικώς, πιθανώς
GT
GD
C
H
L
M
O
power
/paʊər/ = NOUN: δύναμη, εξουσία, ισχύς, ενέργεια;
USER: δύναμη, εξουσία, ισχύς, ενέργεια, ισχύος
GT
GD
C
H
L
M
O
predict
/prɪˈdɪkt/ = VERB: προλέγω, προφητεύω;
USER: προβλέψει, προβλέψουμε, πρόβλεψη, προβλέπουν, προβλεφθεί
GT
GD
C
H
L
M
O
presence
/ˈprez.əns/ = NOUN: παρουσία, παρουσιαστικό;
USER: παρουσία, παρουσίας, την παρουσία, ύπαρξη, η παρουσία
GT
GD
C
H
L
M
O
presences
/ˈprez.əns/ = NOUN: παρουσία, παρουσιαστικό;
USER: παρουσίες, παρουσίας, παρουσιών, οι παρουσίες, παρουσίες του
GT
GD
C
H
L
M
O
present
/ˈprez.ənt/ = NOUN: παρόν, παρών, δώρο, ενεστώς, ενεστώτας, πεσκέσι;
ADJECTIVE: τωρινός;
VERB: παρουσιάζω, υποβάλλω, εμφανίζω, χαρίζω;
USER: παρουσιάζουν, παρουσιάσει, παρουσιάζει, υποβάλει, παρουσιάσουν
GT
GD
C
H
L
M
O
pretty
/ˈprɪt.i/ = ADVERB: αρκετά;
ADJECTIVE: όμορφη, χαριτωμένος, κομψός, εύμορφος, νόστιμος, αρκετός;
USER: αρκετά, όμορφη, πολύ, όμορφο, λίγο, λίγο
GT
GD
C
H
L
M
O
previous
/ˈpriː.vi.əs/ = ADJECTIVE: προηγούμενος, προγενέστερος, πρότερος, βιαστικός;
USER: προηγούμενος, προηγούμενη, προηγούμενο, προηγούμενα, προηγούμενες
GT
GD
C
H
L
M
O
previously
/ˈpriː.vi.əs.li/ = ADVERB: προηγουμένως, πρωτύτερα, προτού;
USER: προηγουμένως, παρελθόν, στο παρελθόν, ήδη, παλαιότερα
GT
GD
C
H
L
M
O
problem
/ˈprɒb.ləm/ = NOUN: πρόβλημα, προβληματισμός;
USER: πρόβλημα, προβλήματος, ζήτημα, το πρόβλημα, πρόβλημα που, πρόβλημα που
GT
GD
C
H
L
M
O
problems
/ˈprɒb.ləm/ = NOUN: πρόβλημα, προβληματισμός;
USER: προβλήματα, τα προβλήματα, προβλημάτων, προβλήματα που, προβλημάτων που, προβλημάτων που
GT
GD
C
H
L
M
O
processing
/ˈprəʊ.ses/ = VERB: κατεργάζομαι;
USER: μεταποίηση, επεξεργασία, επεξεργασίας, μεταποίησης, την επεξεργασία
GT
GD
C
H
L
M
O
produced
/prəˈd(y)o͞os,prō-/ = VERB: παράγω, αναδίδω, παρουσιάζω, προξενώ, προσκομίζω;
USER: παράγεται, παράγονται, που παράγεται, που παράγονται, παραχθεί, παραχθεί
GT
GD
C
H
L
M
O
product
/ˈprɒd.ʌkt/ = NOUN: προϊόν, γινόμενο;
USER: προϊόν, προϊόντος, προϊόντων, των προϊόντων, προϊόντα
GT
GD
C
H
L
M
O
products
/ˈprɒd.ʌkt/ = NOUN: προϊόν, γινόμενο;
USER: προϊόντα, προϊόντων, τα προϊόντα, των προϊόντων, προϊόντα που
GT
GD
C
H
L
M
O
project
/ˈprɒdʒ.ekt/ = NOUN: σχέδιο, πρόγραμμα;
VERB: σχεδιάζω, προεκβάλλω, ρίπτω, εξέχω;
USER: σχέδιο, πρόγραμμα, έργου, έργο, σχεδίου
GT
GD
C
H
L
M
O
projects
/ˈprɒdʒ.ekt/ = NOUN: σχέδιο, πρόγραμμα;
VERB: σχεδιάζω, προεκβάλλω, ρίπτω, εξέχω;
USER: έργα, έργων, σχέδια, τα έργα, σχεδίων
GT
GD
C
H
L
M
O
propulsion
/prəˈpʌl.ʃən/ = NOUN: προώθηση, ώθηση;
USER: προώθηση, ώθηση, πρόωσης, προώθησης, πρόωση
GT
GD
C
H
L
M
O
prototype
/ˈprəʊ.tə.taɪp/ = NOUN: πρωτότυπο;
USER: πρωτότυπο, πρωτοτύπου, πρότυπο, πρωτοτύπων, πρωτότυπου
GT
GD
C
H
L
M
O
prove
/pruːv/ = VERB: αποδεικνύω, δοκιμάζω;
USER: αποδειχθούν, αποδείξει, αποδεικνύουν, να αποδείξει, αποδειχθεί
GT
GD
C
H
L
M
O
psychology
/saɪˈkɒl.ə.dʒi/ = NOUN: ψυχολογία;
USER: ψυχολογία, Ψυχολογίας, την ψυχολογία, η ψυχολογία, ψυχολογία του
GT
GD
C
H
L
M
O
published
/ˈpʌb.lɪʃ/ = VERB: δημοσιεύω, εκδίδω;
USER: δημοσιεύονται, δημοσιευθεί, δημοσιεύεται, δημοσιεύθηκε, δημοσίευσε, δημοσίευσε
GT
GD
C
H
L
M
O
push
/pʊʃ/ = NOUN: ώθηση, επιμονή;
VERB: σπρώχνω, ωθώ, ζορίζω;
USER: ώθηση, ωθήσει, πιέστε, σπρώξτε, προωθήσει, προωθήσει
GT
GD
C
H
L
M
O
pushes
/pʊʃ/ = USER: ωθεί, σπρώχνει, πιέζει, σπρώχνει τον
GT
GD
C
H
L
M
O
put
/pʊt/ = VERB: βάζω, θέτω, βάλλω;
USER: που, θέσει, να θέσει, βάλει, τεθεί, τεθεί
GT
GD
C
H
L
M
O
quality
/ˈkwɒl.ɪ.ti/ = NOUN: ποιότητα, ιδιότητα, ποιότης, αρετή, ιδιότης, περιωπή;
USER: ποιότητα, ποιότητας, της ποιότητας, την ποιότητα, ποιότητα των
GT
GD
C
H
L
M
O
question
/ˈkwes.tʃən/ = NOUN: ερώτηση, ζήτημα, πρόβλημα, συζήτηση, απορία;
VERB: ερωτώ, αμφισβητώ, εξετάζω;
USER: ερώτηση, ζήτημα, λόγω, ερώτημα, εν λόγω, εν λόγω
GT
GD
C
H
L
M
O
quickly
/ˈkwɪk.li/ = ADVERB: γρήγορα, ταχέως;
USER: γρήγορα, ταχέως, γρήγορη, σύντομα, γρήγορα να, γρήγορα να
GT
GD
C
H
L
M
O
range
/reɪndʒ/ = NOUN: σειρά, εμβέλεια, απόσταση, έκταση, διακύμανση, βεληνεκές, τάξη, βολή, αχτίνα, στόφα, μαγειρική θερμάστρα;
VERB: παρατάσσω, εκτείνομαι, ευρίσκομαι, περιφέρομαι, καθορίζω τιμές;
USER: σειρά, εμβέλεια, απόσταση, φάσμα, εύρος
GT
GD
C
H
L
M
O
re
/riː/ = PREPOSITION: σχετικά με, περί, επί του θέματός του;
NOUN: ρε;
USER: εκ νέου, ξανά, την εκ νέου, νέου, πάλι, πάλι
GT
GD
C
H
L
M
O
reaction
/riˈæk.ʃən/ = NOUN: αντίδραση;
USER: αντίδραση, αντίδρασης, αντιδράσεως, της αντίδρασης, της αντιδράσεως
GT
GD
C
H
L
M
O
real
/rɪəl/ = ADJECTIVE: πραγματικός;
NOUN: έμπρακτα, ρεάλι;
USER: πραγματικός, πραγματικό, πραγματική, πραγματικά, πραγματικές, πραγματικές
GT
GD
C
H
L
M
O
realistic
/ˌrɪəˈlɪs.tɪk/ = ADJECTIVE: ρεαλιστικός, πραγματικός;
USER: ρεαλιστικός, ρεαλιστική, ρεαλιστικό, ρεαλιστικές, ρεαλιστικά
GT
GD
C
H
L
M
O
reality
/riˈæl.ɪ.ti/ = NOUN: πραγματικότητα, αλήθεια, πραγματικότης;
USER: πραγματικότητα, πραγματικότητας, την πραγματικότητα, η πραγματικότητα
GT
GD
C
H
L
M
O
really
/ˈrɪə.li/ = ADVERB: πραγματικά, όντως, πραγματικώς;
USER: πραγματικά, πολύ, πράγματι, πραγματικά να, πραγματικότητα, πραγματικότητα
GT
GD
C
H
L
M
O
reason
/ˈriː.zən/ = NOUN: λόγος, αιτία, λογικό, φρένα;
VERB: συζητώ, λογικεύομαι, κρίνω;
USER: λόγος, αιτία, λόγο, λόγω, λόγος για, λόγος για
GT
GD
C
H
L
M
O
recognition
/ˌrek.əɡˈnɪʃ.ən/ = NOUN: αναγνώριση,, αναγνώρισης, αναγνωρίσεως
GT
GD
C
H
L
M
O
recognize
/ˈrek.əɡ.naɪz/ = VERB: αναγνωρίζω, γνωρίζω;
USER: αναγνωρίζω, αναγνωρίζουν, αναγνωρίσει, αναγνωρίζει, αναγνωρίσουν
GT
GD
C
H
L
M
O
recognizes
/ˈrek.əɡ.naɪz/ = VERB: αναγνωρίζω, γνωρίζω;
USER: αναγνωρίζει, αναγνωρίζει την, αναγνωρίζεται
GT
GD
C
H
L
M
O
reflect
/rɪˈflekt/ = VERB: συλλογίζομαι, αντανακλώ, κατοπτρίζω, ανακάμπτω, αντικαθρεφτίζω;
USER: αντικατοπτρίζουν, αντανακλούν, αντικατοπτρίζει, απεικονίζουν, εκφράζουν
GT
GD
C
H
L
M
O
regard
/rɪˈɡɑːd/ = NOUN: σχέση, προσοχή, επίμονο βλέμμα, σέβας, υπόληψη;
VERB: θεωρώ, υπολήπτομαι, αφορώ;
USER: σχέση, θεωρώ, θεωρούν, θεωρεί, θεωρήσει
GT
GD
C
H
L
M
O
regards
/rɪˈɡɑːd/ = NOUN: χαιρετισμοί, προσρήσεις;
USER: αφορά, όσον αφορά, αφορά την, αφορά τα, αφορά τις
GT
GD
C
H
L
M
O
remember
/rɪˈmem.bər/ = VERB: θυμάμαι, ενθυμούμαι;
USER: θυμάμαι, θυμάστε, θυμηθείτε, θυμόμαστε, να θυμάστε, να θυμάστε
GT
GD
C
H
L
M
O
reporter
/rɪˈpɔː.tər/ = NOUN: δημοσιογράφος, ρεπόρτερ, ανταποκριτής;
USER: δημοσιογράφος, ρεπόρτερ, ρεπόρτερ που, η δημοσιογράφος, η ρεπόρτερ
GT
GD
C
H
L
M
O
research
/ˈrēˌsərCH,riˈsərCH/ = NOUN: έρευνα, μελέτη;
VERB: ερευνώ;
USER: έρευνα, έρευνας, της έρευνας, την έρευνα, ερευνητικών
GT
GD
C
H
L
M
O
respected
/rɪˈspek.tɪd/ = VERB: σέβομαι, εκτιμώ, αφορώ;
USER: σεβαστή, σεβαστά, τηρούνται, σεβαστές, σεβαστό
GT
GD
C
H
L
M
O
respond
/rɪˈspɒnd/ = VERB: απαντώ, αποκρίνομαι;
USER: ανταποκρίνονται, ανταποκριθεί, ανταποκριθούν, απαντήσει, ανταποκρίνεται
GT
GD
C
H
L
M
O
responds
/rɪˈspɒnd/ = VERB: απαντώ, αποκρίνομαι;
USER: ανταποκρίνεται, αποκρίνεται, απαντά, αντιδρά, να ανταποκρίνεται
GT
GD
C
H
L
M
O
result
/rɪˈzʌlt/ = NOUN: αποτέλεσμα, εξαγόμενο;
VERB: προκύπτω, επακολουθώ, καταλήγω;
USER: αποτέλεσμα, οδηγήσει, ως αποτέλεσμα, προκαλέσει, έχει ως αποτέλεσμα
GT
GD
C
H
L
M
O
results
/rɪˈzʌlt/ = NOUN: αποτέλεσμα, εξαγόμενο;
VERB: προκύπτω, επακολουθώ, καταλήγω;
USER: αποτελέσματα, τα αποτελέσματα, αποτελεσμάτων, αποτέλεσμα, αποτελέσματα που
GT
GD
C
H
L
M
O
right
/raɪt/ = NOUN: δικαίωμα, δεξιά, δίκιο, καλό;
ADJECTIVE: σωστός, δεξιός, κατάλληλος, δίκαιος;
ADVERB: ορθώς, ίσια, κατ' ευθείαν;
VERB: δικαιώ, επανορθώ;
USER: δεξιά, δικαίωμα, σωστός, δίκιο, δικαιώματος
GT
GD
C
H
L
M
O
robot
/ˈrəʊ.bɒt/ = NOUN: ρομπότ, εργάτης, μηχανικός, μηχανικώς εργαζόμενος;
VERB: ρομπώ;
USER: ρομπότ, robot, ρομπότ που, το ρομπότ
GT
GD
C
H
L
M
O
robotic
/rəʊˈbɒt.ɪk/ = USER: ρομποτικό, ρομποτική, ρομποτικά, ρομποτικών, ρομποτικές
GT
GD
C
H
L
M
O
robotics
/rəʊˈbɒt.ɪks/ = NOUN: ρομποτική;
USER: ρομποτική, ρομποτικής, Robotics, ρομποτικές, η ρομποτική
GT
GD
C
H
L
M
O
robots
/ˈrəʊ.bɒt/ = NOUN: ρομπότ, εργάτης, μηχανικός, μηχανικώς εργαζόμενος;
USER: ρομπότ, τα ρομπότ, robots, ρομποτ, ρομπότ που
GT
GD
C
H
L
M
O
rudimentary
/ˌruː.dɪˈmen.tər.i/ = ADJECTIVE: στοιχειώδης, βασικός;
USER: στοιχειώδης, στοιχειώδη, υποτυπώδη, υποτυπώδης, στοιχειώδεις
GT
GD
C
H
L
M
O
runner
/ˈrʌn.ər/ = NOUN: δρομέας, δρομεύς, παραφυάς, καταβολάδα, παραστάτης;
USER: δρομέας, τρέχων, δρομέα, runner, πρώτη επιλαχούσα
GT
GD
C
H
L
M
O
running
/ˈrʌn.ɪŋ/ = NOUN: τρέξιμο, τρέχων;
ADJECTIVE: τρεχάτος;
USER: τρέξιμο, λειτουργία, τρέχει, λειτουργίας, λειτουργεί
GT
GD
C
H
L
M
O
s
= ABBREVIATION: μικρό;
USER: s, ες, α, ων
GT
GD
C
H
L
M
O
safe
/seɪf/ = ADJECTIVE: ασφαλής, ακίνδυνος, σωός;
NOUN: χρηματοκιβώτιο, σιδερένιο κιβώτιο;
USER: ασφαλής, χρηματοκιβώτιο, ασφαλή, ασφαλές, ασφαλείς
GT
GD
C
H
L
M
O
said
/sed/ = USER: είπε, δήλωσε, δήλωσε ο, είπε ο, είπε ο
GT
GD
C
H
L
M
O
sake
/seɪk/ = NOUN: χάρη, χατίρι, αιτία, σκοπός, γιαπωνέζικο ποτό, είδος ιαπωνικού ποτού;
USER: χάρη, λόγους, χάριν, καλό, όνομα
GT
GD
C
H
L
M
O
same
/seɪm/ = NOUN: ίδιο;
ADJECTIVE: ίδιος, όμοιος;
PRONOUN: ίδιος;
USER: ίδιο, ίδιος, ίδια, ίδιες, ίδιας, ίδιας
GT
GD
C
H
L
M
O
san
/sæn.ænˌdreɪ.əsˈfɒlt/ = USER: san, Σαν, Αγίου, προορισμό Σαν, τοποθεσία Σαν
GT
GD
C
H
L
M
O
saw
/sɔː/ = NOUN: πριόνι, ρητό, πριόνιο, γνωμικό, παροιμία;
VERB: πριονίζω;
USER: πριόνι, είδε, είδα, είδαν, είδαμε, είδαμε
GT
GD
C
H
L
M
O
say
/seɪ/ = VERB: λέγω;
USER: πω, λένε, πει, να πω, πείτε, πείτε
GT
GD
C
H
L
M
O
says
/seɪ/ = USER: λέει, λέει ο, λέει η, λέει η
GT
GD
C
H
L
M
O
scaffold
/ˈskæf.əʊld/ = NOUN: ικρίωμα, σκαλωσιά, σανίδωμα;
USER: ικρίωμα, σκαλωσιά, ικριώματος, σκαλωσιάς, σκαλωσιές
GT
GD
C
H
L
M
O
scan
/skæn/ = NOUN: σάρωση;
VERB: ανιχνεύω, εξετάζω προσεκτικώς, εξονυχίζω, αναγιγνώσκω εμμέτρως;
USER: σάρωση, σαρώσετε, σαρώσει, ανιχνεύσει, σάρωσης
GT
GD
C
H
L
M
O
scans
/skæn/ = NOUN: σάρωση;
USER: σαρώνει, ανιχνεύει, ελέγχει, σάρωση, σαρώσεις
GT
GD
C
H
L
M
O
science
/saɪəns/ = NOUN: επιστήμη;
USER: επιστήμη, επιστήμης, της επιστήμης, την επιστήμη, επιστημονικής
GT
GD
C
H
L
M
O
scientists
/ˈsaɪən.tɪst/ = NOUN: επιστήμονας, επιστήμων;
USER: επιστήμονες, οι επιστήμονες, επιστημόνων, τους επιστήμονες, των επιστημόνων
GT
GD
C
H
L
M
O
second
/ˈsek.ənd/ = USER: second-, second, δεύτερος;
NOUN: δευτερόλεπτο, πρόταση, μάρτυς μονομαχίας;
VERB: υποστηρίζω, σιγοντάρω;
USER: δεύτερος, δευτερόλεπτο, δεύτερο, δεύτερη, δεύτερης
GT
GD
C
H
L
M
O
see
/siː/ = VERB: βλέπω, καταλαβαίνω;
NOUN: επισκοπή;
USER: βλέπω, δείτε, βλ., βλέπε, βλέπετε, βλέπετε
GT
GD
C
H
L
M
O
seeing
/si:/ = ADJECTIVE: βλέπων;
USER: βλέποντας, βλέπουμε, δείτε, δει, να δει
GT
GD
C
H
L
M
O
seek
/siːk/ = VERB: ζητώ, επιζητώ, αναζητώ κάτι;
USER: αναζητήσουν, επιδιώξει, επιδιώκουν, αναζητούν, ζητούν
GT
GD
C
H
L
M
O
seeking
/siːk/ = VERB: ζητώ, επιζητώ, αναζητώ κάτι;
USER: αναζήτηση, αναζητούν, που αναζητούν, επιδιώκουν, επιδιώκει
GT
GD
C
H
L
M
O
seem
/sēm/ = VERB: φαίνομαι;
USER: φαίνεται, φαίνεται ότι, φαίνονται, φαίνεται να, να φαίνεται
GT
GD
C
H
L
M
O
seen
/siːn/ = VERB: βλέπω, καταλαβαίνω;
USER: δει, φαίνεται, θεωρείται, παρατηρηθεί, παρατηρείται
GT
GD
C
H
L
M
O
self
/self/ = PRONOUN: εαυτός;
ADJECTIVE: ίδιος;
USER: εαυτός, αυτο, εαυτό, αυτό, self
GT
GD
C
H
L
M
O
set
/set/ = NOUN: σετ, σειρά, συλλογή, δύση, τάξη, σερβίτσιο;
VERB: θέτω, ορίζω, βάζω, τοποθετώ;
ADJECTIVE: ορισμένος, σταθερός;
USER: σετ, που, ρυθμίσετε, ορίζεται, ορίσετε
GT
GD
C
H
L
M
O
sheep
/ʃiːp/ = NOUN: πρόβατα, πρόβατο, αρνί, δέρμα πρόβατου;
USER: πρόβατα, πρόβατο, προβάτων, προβατοειδών, τα πρόβατα
GT
GD
C
H
L
M
O
should
/ʃʊd/ = USER: θα πρέπει να, πρέπει, πρέπει να, θα πρέπει, θα έπρεπε, θα έπρεπε
GT
GD
C
H
L
M
O
shouldn
/ˈʃʊd.ənt/ = USER: έπρεπε
GT
GD
C
H
L
M
O
shows
/ʃəʊ/ = NOUN: προβολή, επίδειξη, έκθεση, σόου, θέαμα, θέατρο;
VERB: δείχνω, εμφανίζω, φαίνομαι, δεικνύω;
USER: παραστάσεις, δείχνει, shows, επιδείξεις, παρουσιάζει
GT
GD
C
H
L
M
O
simple
/ˈsɪm.pl̩/ = ADJECTIVE: απλός, εύκολος, απλοϊκός, αφελής;
NOUN: απλούς;
USER: απλός, απλούς, απλή, απλό, απλά, απλά
GT
GD
C
H
L
M
O
since
/sɪns/ = PREPOSITION: seit;
CONJUNCTION: seit, da, weil, seitdem, zumal, nun, wo;
ADVERB: seitdem, inzwischen;
USER: από, αφού, επειδή, από τότε, από το, από το
GT
GD
C
H
L
M
O
smart
/smɑːt/ = ADJECTIVE: έξυπνος, κομψός, ξύπνιος, οξύς, ζωηρός, δριμύς;
NOUN: μάγκας, πόνος;
VERB: πονώ, τσούζω;
USER: έξυπνος, έξυπνη, έξυπνο, έξυπνες, έξυπνα
GT
GD
C
H
L
M
O
smarter
/smɑːt/ = USER: πιο έξυπνη, εξυπνότερα, πιο έξυπνοι, έξυπνη, εξυπνότερες
GT
GD
C
H
L
M
O
so
/səʊ/ = ADVERB: έτσι, λοιπόν, ούτω;
CONJUNCTION: ώστε, επομένως, όθεν;
USER: έτσι, ώστε, τόσο, έτσι ώστε, έτσι ώστε
GT
GD
C
H
L
M
O
social
/ˈsəʊ.ʃəl/ = ADJECTIVE: κοινωνικός;
USER: κοινωνικός, κοινωνικής, κοινωνική, κοινωνικών, κοινωνικές
GT
GD
C
H
L
M
O
socially
/ˈsəʊ.ʃəl.i/ = USER: κοινωνικά, κοινωνικώς, κοινωνικές, κοινωνική, Σε κοινωνικές
GT
GD
C
H
L
M
O
solutions
/səˈluː.ʃən/ = NOUN: διάλυμα, λύση, επίλυση, διάλυση;
USER: λύσεις, διαλύματα, λύσεων, λύσεις που, λύσεις για
GT
GD
C
H
L
M
O
solve
/sɒlv/ = VERB: λύνω, επιλύω, λύω;
USER: επίλυση, την επίλυση, επιλύσει, λύσει, να λύσει
GT
GD
C
H
L
M
O
some
/səm/ = PRONOUN: μερικοί, κάποιος, τινές, κάμποσος;
ADVERB: περίπου;
USER: μερικοί, περίπου, κάποιος, μερικά, κάποια, κάποια
GT
GD
C
H
L
M
O
something
/ˈsʌm.θɪŋ/ = PRONOUN: κάτι;
USER: κάτι, κάτι που, κάτι το, κάτι για, κάτι για
GT
GD
C
H
L
M
O
sometimes
/ˈsʌm.taɪmz/ = ADVERB: μερικές φορές, ενίοτε, πότε πότε, κάπου κάπου;
USER: μερικές φορές, ενίοτε, ορισμένες φορές, φορές, συχνά, συχνά
GT
GD
C
H
L
M
O
sophisticated
/səˈfistəˌkāt/ = ADJECTIVE: πολύπειρος, ραφιναρισμένος, πονηρευμένος;
USER: εξελιγμένα, σοφιστικέ, εξελιγμένο, εξελιγμένες, εκλεπτυσμένο
GT
GD
C
H
L
M
O
sort
/sɔːt/ = NOUN: είδος;
VERB: ταξινομώ, διαλέγω;
USER: είδος, Ταξινόμηση, είδους, ταξινόμησης, Ανά
GT
GD
C
H
L
M
O
source
/sɔːs/ = NOUN: πηγή, προέλευση;
USER: πηγή, πηγής, κώδικα, προέλευσης, πηγές
GT
GD
C
H
L
M
O
space
/speɪs/ = NOUN: χώρος, διάστημα, τόπος;
VERB: αραιώνω;
USER: διάστημα, χώρος, χώρο, χώρου, κόπηκε
GT
GD
C
H
L
M
O
speaker
/ˈspiː.kər/ = NOUN: ομιλητής, μεγάφωνο, ρήτωρ, πρόεδρος βουλής;
USER: ομιλητής, μεγάφωνο, ηχείο, ηχείων, ομιλητή
GT
GD
C
H
L
M
O
specialty
/ˈspeʃ.əl.ti/ = NOUN: ειδικότητα, σπεσιαλιτέ, ειδικότης, ειδικό χαρακτηριστικό;
USER: ειδικότητα, καταλύματα, καταλύματα που, καταλύματα στον, ειδικότητας
GT
GD
C
H
L
M
O
speech
/spiːtʃ/ = NOUN: ομιλία, λόγος, φωνή, λαλιά;
USER: ομιλία, ομιλίας, λόγου, ομιλία του, λόγο, λόγο
GT
GD
C
H
L
M
O
spoken
/ˈspəʊ.kən/ = ADJECTIVE: ομιλούμενος;
USER: ομιλούνται, μιλήσει, ομιλείται, που ομιλούνται, μίλησε, μίλησε
GT
GD
C
H
L
M
O
stage
/steɪdʒ/ = NOUN: στάδιο, φάση, σκηνή, εξέδρα, λεωφορείο, παλκοσενικό;
VERB: αναβιβάζω επί της σκηνής, σκηνοθετώ;
USER: στάδιο, φάση, σκηνή, σταδίου, το στάδιο
GT
GD
C
H
L
M
O
start
/stɑːt/ = NOUN: αρχή, ξεκίνημα, εκκίνηση, εξάφνισμα;
VERB: ξεκινώ, αρχίζω, εκκινώ, αναπηδώ, αναχωρώ, εξαφανίζομαι;
USER: αρχή, εκκίνηση, ξεκίνημα, ξεκινήσει, αρχίσει
GT
GD
C
H
L
M
O
starting
/stɑːt/ = NOUN: εκκίνηση, ξεκίνημα;
ADJECTIVE: εκκινών, αρχίζων;
USER: εκκίνηση, εκκίνησης, έναρξη, ξεκινώντας, την έναρξη
GT
GD
C
H
L
M
O
startling
/ˈstɑː.tl̩ɪŋ/ = ADJECTIVE: καταπληκτικός, εντυπωσιακός;
USER: καταπληκτικός, εντυπωσιακός, τρομάζοντας, εντυπωσιακό, εντυπωσιακή
GT
GD
C
H
L
M
O
states
/steɪt/ = NOUN: κράτος, κατάσταση, πολιτεία, δημόσιο, τελετή;
VERB: αναφέρω, δηλώνω, εκθέτω;
USER: Τα κράτη, κράτη, αναφέρει, δηλώνει, Πολιτείες
GT
GD
C
H
L
M
O
statistic
/stəˈtɪs.tɪk/ = ADJECTIVE: στατιστικός;
USER: στατιστική, στατιστικό, στατιστικά, στατιστικό στοιχείο, στατιστικό αποτέλεσμα
GT
GD
C
H
L
M
O
stiff
/stɪf/ = ADJECTIVE: δύσκαμπτος, σκληρός, άκαμπτος, αλύγιστος;
USER: δύσκαμπτος, σκληρός, άκαμπτος, σκληρό, άκαμπτο
GT
GD
C
H
L
M
O
stitch
/stɪtʃ/ = NOUN: βελονιά, σουβλιά πόνου;
VERB: βελονιάζω, ράπτω;
USER: βελονιά, βελονιών, βελονιάς, ραφή, ραφής
GT
GD
C
H
L
M
O
strides
/straɪd/ = NOUN: δρασκελιά, μέγα βήμα;
USER: άλματα, βήματα, διασκελισμούς, πρόοδο, βήματα για
GT
GD
C
H
L
M
O
study
/ˈstʌd.i/ = NOUN: μελέτη, σπουδή, διάβασμα, σπουδαστήριο;
VERB: μελετώ, σπουδάζω;
USER: μελέτη, μελετήσει, τη μελέτη, μελετήσουν, σπουδάσουν, σπουδάσουν
GT
GD
C
H
L
M
O
subtitles
/ˈsʌbˌtaɪ.tl̩/ = NOUN: υπότιτλος;
USER: υπότιτλοι, υπότιτλους, subtitles, υποτίτλων, υπότιτλου
GT
GD
C
H
L
M
O
subtle
/ˈsʌt.əl/ = ADJECTIVE: λεπτός, ευφυής, πανούργος;
USER: λεπτός, λεπτή, λεπτές, λεπτό, ανεπαίσθητες
GT
GD
C
H
L
M
O
succeeds
/səkˈsiːd/ = VERB: πετυχαίνω, διαδέχομαι, επιτυγχάνω;
USER: επιτυγχάνει, καταφέρνει, καταφέρνει να, διαδέχεται, πετυχαίνει
GT
GD
C
H
L
M
O
success
/səkˈses/ = NOUN: επιτυχία, σουξέ;
USER: επιτυχία, επιτυχίας, την επιτυχία, η επιτυχία, επιτυχία της
GT
GD
C
H
L
M
O
such
/sʌtʃ/ = PRONOUN: τέτοιος, τοιούτος, τάδε;
USER: τέτοιος, όπως, τέτοια, εν λόγω, αυτών, αυτών
GT
GD
C
H
L
M
O
sure
/ʃɔːr/ = ADJECTIVE: σίγουρος, βέβαιος, ασφαλής;
ADVERB: βέβαια;
USER: βέβαιος, σίγουρος, ότι, σίγουροι, βεβαιωθείτε, βεβαιωθείτε
GT
GD
C
H
L
M
O
surpass
/səˈpɑːs/ = NOUN: χειρουργός;
USER: ξεπεράσει, ξεπερνούν, να ξεπεράσει, ξεπεράσουν, ξεπεράσει τα
GT
GD
C
H
L
M
O
surprising
/səˈpraɪ.zɪŋ/ = ADJECTIVE: εκπληκτικός;
USER: εκπληκτικός, έκπληξη, εκπληκτικό, έκπληξη το γεγονός, προκαλεί έκπληξη
GT
GD
C
H
L
M
O
surreal
/səˈrɪəl/ = USER: σουρεαλιστικό, σουρεαλιστική, σουρεαλιστικές, surreal, σουρεαλιστικά
GT
GD
C
H
L
M
O
sustainable
/səˈstānəbəl/ = ADJECTIVE: ανεκτός, υποστηρικτός;
USER: βιώσιμης, αειφόρο, αειφόρου, βιώσιμη, αειφόρος
GT
GD
C
H
L
M
O
sympathy
/ˈsɪm.pə.θi/ = NOUN: συμπάθεια, συμπόνια;
USER: συμπάθεια, συμπόνια, συμπάθειά, συμπάθειας, τη συμπάθειά
GT
GD
C
H
L
M
O
system
/ˈsɪs.təm/ = NOUN: σύστημα, μέθοδος;
USER: σύστημα, συστήματος, του συστήματος, το σύστημα, το σύστημα
GT
GD
C
H
L
M
O
systems
/ˈsɪs.təm/ = NOUN: σύστημα, μέθοδος;
USER: συστήματα, συστημάτων, τα συστήματα, των συστημάτων, σύστημα
GT
GD
C
H
L
M
O
t
/tiː/ = USER: t, τ, Μ, τόνο, ί
GT
GD
C
H
L
M
O
tackling
/ˈtæk.l̩/ = NOUN: εφόδια, εξάρτια;
USER: αντιμετώπιση, αντιμετώπιση της, την αντιμετώπιση, την αντιμετώπιση της, αντιμετώπιση των
GT
GD
C
H
L
M
O
takes
/teɪk/ = VERB: παίρνω, λαμβάνω;
USER: λαμβάνει, παίρνει, χρειάζεται, διαρκεί, αναλαμβάνει
GT
GD
C
H
L
M
O
taking
/tāk/ = NOUN: λήψη, κατάληψη;
ADJECTIVE: ελκυστικός, λαμβάνων;
USER: λήψη, λαμβάνοντας, τη λήψη, λαμβανομένων, λαμβάνουν, λαμβάνουν
GT
GD
C
H
L
M
O
talks
/tɔːk/ = NOUN: ομιλία, κουβέντα, συνδιάλεξη;
VERB: μιλώ, συνομιλώ, κουβεντιάζω, ομιλώ;
USER: συνομιλίες, συνομιλιών, τις συνομιλίες, συζητήσεις, μιλά
GT
GD
C
H
L
M
O
tapestry
/ˈtæp.ɪ.stri/ = NOUN: ταπισερί, κεντητό παραπέτασμα, τάπητας τοίχου;
USER: ταπισερί, μωσαϊκό, ταπετσαρία, τάπητα, υφαντό
GT
GD
C
H
L
M
O
technologies
/tekˈnɒl.ə.dʒi/ = NOUN: τεχνολογία;
USER: τεχνολογιών, τεχνολογίες, των τεχνολογιών, τεχνολογίες που, τεχνολογίες της
GT
GD
C
H
L
M
O
technology
/tekˈnɒl.ə.dʒi/ = NOUN: τεχνολογία;
USER: τεχνολογία, τεχνολογίας, της τεχνολογίας, την τεχνολογία, τεχνολογιών
GT
GD
C
H
L
M
O
ted
/ted/ = VERB: απλώνω χόρτα, ξυραίνω χόρτα;
USER: ted, το TED, με το TED, του TED, Τεντ
GT
GD
C
H
L
M
O
tedx
GT
GD
C
H
L
M
O
tell
/tel/ = VERB: λέγω, διηγούμαι, ιστορώ, αριθμώ;
USER: πείτε, πει, πω, ενημερώστε, λένε
GT
GD
C
H
L
M
O
terminator
/ˈtərməˌnātər/ = NOUN: τελειωτής;
USER: τερματισμού, περατώσεως, καταληκτικές, καταληκτική, τερματισμού της
GT
GD
C
H
L
M
O
terms
/tɜːm/ = NOUN: όροι;
USER: όροι, όρους, αφορά, άποψη, όρων
GT
GD
C
H
L
M
O
than
/ðæn/ = CONJUNCTION: από, παρά;
USER: από, παρά, των, από το, από το
GT
GD
C
H
L
M
O
thank
/θæŋk/ = VERB: ευχαριστώ;
USER: ευχαριστώ, ευχαριστήσω, ευχαριστήσω τον, ευχαριστούμε, ευχαριστήσουμε
GT
GD
C
H
L
M
O
thanks
/θæŋks/ = NOUN: ευχαριστίες;
USER: ευχαριστίες, ευχαριστώ, χάρη, Ευχαριστούμε, Thanks
GT
GD
C
H
L
M
O
that
/ðæt/ = CONJUNCTION: ότι, ώστε, πως;
ADVERB: τόσο;
PRONOUN: εκείνος, όστις;
USER: ότι, πως, ώστε, που, ότι η, ότι η
GT
GD
C
H
L
M
O
the
/ðiː/ = ARTICLE: ο;
USER: ο, η, το, την, της
GT
GD
C
H
L
M
O
their
/ðeər/ = PRONOUN: τους, αυτών των, δικός τους;
USER: τους, του, τους για, των, των
GT
GD
C
H
L
M
O
them
/ðem/ = PRONOUN: τους, αυτούς;
USER: τους, αυτούς, τα, τις, αυτά, αυτά
GT
GD
C
H
L
M
O
then
/ðen/ = ADVERB: τότε, έπειτα, λοιπόν;
USER: τότε, έπειτα, στη συνέχεια, συνέχεια, κατόπιν, κατόπιν
GT
GD
C
H
L
M
O
theory
/ˈθɪə.ri/ = NOUN: θεωρία;
USER: θεωρία, θεωρίας, τη θεωρία, θεωρητικά, η θεωρία
GT
GD
C
H
L
M
O
there
/ðeər/ = ADVERB: εκεί;
USER: εκεί, υπάρχει, υπάρχουν, υφίσταται, υπάρξει, υπάρξει
GT
GD
C
H
L
M
O
these
/ðiːz/ = PRONOUN: αυτοί, ούτοι;
USER: αυτοί, αυτά, αυτές, αυτών, αυτά τα, αυτά τα
GT
GD
C
H
L
M
O
they
/ðeɪ/ = PRONOUN: αυτοί;
USER: αυτοί, που, ότι, να, θα, θα
GT
GD
C
H
L
M
O
things
/θɪŋ/ = NOUN: πράγμα;
USER: τα πράγματα, πράγματα, πράγματα που, πραγμάτων, δραστηριότητες, δραστηριότητες
GT
GD
C
H
L
M
O
think
/θɪŋk/ = VERB: νομίζω, σκέπτομαι, φρονώ, κρίνω, συλλογίζομαι;
USER: νομίζω, ότι, σκεφτείτε, σκέφτονται, νομίζετε, νομίζετε
GT
GD
C
H
L
M
O
thinking
/ˈθɪŋ.kɪŋ/ = NOUN: σκέψη;
ADJECTIVE: σκεπτόμενος;
USER: σκέψη, σκεπτόμενος, σκέψης, σκέφτεται, σκέφτεστε, σκέφτεστε
GT
GD
C
H
L
M
O
this
/ðɪs/ = PRONOUN: αυτό, τούτος, ούτος;
USER: αυτό, αυτή, Αυτό το, αυτή η, Η παρούσα, Η παρούσα
GT
GD
C
H
L
M
O
those
/ðəʊz/ = PRONOUN: tamti;
USER: εκείνοι, εκείνους, εκείνες, αυτές, εκείνων, εκείνων
GT
GD
C
H
L
M
O
thought
/θɔːt/ = NOUN: σκέψη, στοχασμός, αναλογισμός;
USER: σκέψη, σκεφτεί, ότι, θεωρούν, σκέφτηκε, σκέφτηκε
GT
GD
C
H
L
M
O
through
/θruː/ = ADVERB: διά μέσου, πέρα πέρα, κατ' ευθείαν;
ADJECTIVE: τελειομένος;
USER: μέσω, μέσω της, μέσα, μέσω του, με, με
GT
GD
C
H
L
M
O
time
/taɪm/ = NOUN: φορά, ώρα, χρόνος, εποχή, καιρός;
VERB: κανονίζω τον καιρό, μετρώ τον καιρό, συγχρονίζω;
USER: χρόνος, ώρα, φορά, καιρός, εποχή, εποχή
GT
GD
C
H
L
M
O
to
/tuː/ = USER: to-, to, για, προς, μέχρι, εις;
USER: να, για, προς, μέχρι, σε, σε
GT
GD
C
H
L
M
O
today
/təˈdeɪ/ = ADVERB: σήμερα;
USER: σήμερα, σημερινή, σημερινό, σήμερα το, σήμερα το
GT
GD
C
H
L
M
O
together
/təˈɡeð.ər/ = ADVERB: μαζί, ομού, αντάμα;
USER: μαζί, κοινού, από κοινού, καθώς, συνδυασμό
GT
GD
C
H
L
M
O
tools
/tuːl/ = NOUN: εργαλεία;
USER: εργαλεία, εργαλείων, τα εργαλεία
GT
GD
C
H
L
M
O
topic
/ˈtɒp.ɪk/ = NOUN: θέμα, ζήτημα;
USER: θέμα, θέματος, το θέμα, Θ.Ενότητας, topic
GT
GD
C
H
L
M
O
transition
/trænˈzɪʃ.ən/ = NOUN: μετάβαση, μετάπτωση, αλλαγή;
USER: μετάβαση, μετάβασης, μεταβατική, μεταβατικής, μεταβατικό στάδιο
GT
GD
C
H
L
M
O
tremendous
/trɪˈmen.dəs/ = ADJECTIVE: τρομακτικός, καταπληκτικός, τρομαχτικός;
USER: τεράστια, τεράστιες, τεράστιο, τρομερή, τρομακτική
GT
GD
C
H
L
M
O
trends
/trend/ = NOUN: τάση, ροπή, φορά;
USER: τάσεις, τάσεων, τις τάσεις, οι τάσεις, τάσεις της
GT
GD
C
H
L
M
O
try
/traɪ/ = VERB: προσπαθώ, δοκιμάζω, δικάζω, εκδικάζω;
NOUN: δοκιμή, προσπάθεια;
USER: προσπαθώ, δοκιμή, προσπάθεια, δοκιμάσετε, δοκιμάστε, δοκιμάστε
GT
GD
C
H
L
M
O
two
/tuː/ = USER: two-, two;
USER: δυο, δύο, τα δύο, τα δύο
GT
GD
C
H
L
M
O
understand
/ˌʌn.dəˈstænd/ = VERB: pochopit, porozumět, rozumět, chápat, vyrozumět, usuzovat, mít pochopení;
USER: καταλαβαίνω, κατανοώ, κατανοήσουν, κατανοήσουμε, καταλάβετε, καταλάβετε
GT
GD
C
H
L
M
O
unintended
/ˌəninˈtendid/ = ADJECTIVE: ακούσιος;
USER: ακούσιος, ακούσια, ακούσιας, ακούσιες, ανεπιθύμητες
GT
GD
C
H
L
M
O
unite
/jʊˈnaɪt/ = VERB: ενώνω, ενώ, συνενώ, ενούμαι;
USER: ενώσει, ενώνουν, ενωθούν, ενωθούμε, ενώσουμε
GT
GD
C
H
L
M
O
university
/ˌyo͞onəˈvərsətē/ = NOUN: πανεπιστήμιο;
USER: πανεπιστήμιο, πανεπιστημίου, πανεπιστημίων, πανεπιστημιακών, πανεπιστημιακή, πανεπιστημιακή
GT
GD
C
H
L
M
O
unscripted
/ˌənˈskriptid/ = USER: unscripted, αποδέκτης αιτιάσεων,
GT
GD
C
H
L
M
O
unstructured
/ˌənˈstrəkCHərd/ = USER: αδόμητες, αδόμητα, αδόμητη, αδόμητων, μη δομημένα
GT
GD
C
H
L
M
O
up
/ʌp/ = PREPOSITION: επάνω, πάνω;
ADVERB: άνω;
ADJECTIVE: όρθιος;
VERB: εγείρομαι, υψώνω;
USER: επάνω, πάνω, άνω, μέχρι, έως, έως
GT
GD
C
H
L
M
O
us
/ʌs/ = PRONOUN: μας, εμάς;
USER: μας, εμάς, μαζί μας, us, μας να, μας να
GT
GD
C
H
L
M
O
use
/juːz/ = NOUN: χρήση, χρησιμότητα, συνήθεια, μεταχείριση, χρησιμότης;
VERB: χρησιμοποιώ, συνηθίζω, κάνω χρήση, μεταχειρίζομαι;
USER: χρήση, χρησιμοποιώ, χρησιμοποιήσετε, χρησιμοποιούν, χρησιμοποιείτε
GT
GD
C
H
L
M
O
useful
/ˈjuːs.fəl/ = ADJECTIVE: χρήσιμος, επωφελής, ωφέλιμος;
USER: χρήσιμος, χρήσιμα, χρήσιμο, χρήσιμες, χρήσιμη
GT
GD
C
H
L
M
O
using
/juːz/ = VERB: χρησιμοποιώ, συνηθίζω, κάνω χρήση, μεταχειρίζομαι;
USER: χρησιμοποιώντας, χρήση, τη χρήση, με, χρησιμοποιούν, χρησιμοποιούν
GT
GD
C
H
L
M
O
vacuum
/ˈvæk.juːm/ = NOUN: κενό;
USER: κενό, κενού, κενώ, σκούπα, κενόν
GT
GD
C
H
L
M
O
various
/ˈveə.ri.əs/ = ADJECTIVE: διάφορος, ποικίλος, πάντος είδους;
USER: διάφορα, διάφορες, διαφόρων, των διαφόρων, διάφορους
GT
GD
C
H
L
M
O
ve
/ -v/ = USER: ve, κο, πάει εκεί, νβ, νβ
GT
GD
C
H
L
M
O
very
/ˈver.i/ = ADVERB: πολύ, ακριβώς, λίαν, ακόμη και;
ADJECTIVE: αληθής, ατούσιος;
USER: πολύ, ιδιαίτερα, είναι πολύ, ακριβώς, ακριβώς
GT
GD
C
H
L
M
O
victor
/ˈvɪk.tər/ = NOUN: νικητής, βίκτορας;
USER: νικητής, Victor, νικητή, Βίκτωρ, Βίκτορ
GT
GD
C
H
L
M
O
video
/ˈvɪd.i.əʊ/ = NOUN: βίντεο, τηλεόραση;
ADJECTIVE: τηλεοπτικός;
USER: βίντεο, το βίντεο, εικόνας
GT
GD
C
H
L
M
O
visual
/ˈvɪʒ.u.əl/ = ADJECTIVE: οπτικός;
USER: οπτικός, οπτική, οπτικό, οπτικής, οπτικά
GT
GD
C
H
L
M
O
vs
= USER: vs, εναντίον, έναντι, εναντίον της, εναντίον του
GT
GD
C
H
L
M
O
walk
/wɔːk/ = VERB: περπατώ, βαδίζω, περιπατώ;
NOUN: περίπατος, βόλτα, πεζοπορία, βάδισμα;
USER: περπατώ, περίπατος, βόλτα, πόδια, τα πόδια, τα πόδια
GT
GD
C
H
L
M
O
walt
= USER: Walt, την Walt, του Walt, η Walt, ο Walt,
GT
GD
C
H
L
M
O
warm
/wɔːm/ = ADJECTIVE: ζεστός, θερμός, μετριώς θερμός;
VERB: θερμαίνω;
USER: ζεστός, θερμός, ζεστό, ζεστή, ζεστά
GT
GD
C
H
L
M
O
was
/wɒz/ = USER: ήταν, είχε, έγινε, έγινε
GT
GD
C
H
L
M
O
watch
/wɒtʃ/ = NOUN: ρολόι, επιτήρηση, αγρυπνία, φρουρός, φρουρά, ωρολόγιο φρούρησης;
VERB: παρακολουθώ, προσέχω, φρουρώ, παρατηρώ καλώς, επιτηρώ, επαγρυπνώ;
USER: ρολόι, παρακολουθώ, παρακολουθήσετε, παρακολουθήσουν, δείτε
GT
GD
C
H
L
M
O
water
/ˈwɔː.tər/ = NOUN: νερό, ύδωρ;
VERB: ποτίζω, νερώνω;
USER: νερό, ύδωρ, νερού, ύδατος, υδάτων
GT
GD
C
H
L
M
O
way
/weɪ/ = NOUN: τρόπος, δρόμος, μέσο, διαδρομή, οδός, πέρασμα;
USER: τρόπος, δρόμος, τρόπο, τρόπος για, τον τρόπο, τον τρόπο
GT
GD
C
H
L
M
O
ways
/-weɪz/ = NOUN: τρόπος, δρόμος, μέσο, διαδρομή, οδός, πέρασμα;
USER: τρόπους, τρόπων, τους τρόπους, τρόποι, τρόπους για, τρόπους για
GT
GD
C
H
L
M
O
we
/wiː/ = PRONOUN: εμείς;
USER: εμείς, θα, που, έχουμε, μπορούμε, μπορούμε
GT
GD
C
H
L
M
O
well
/wel/ = ADVERB: καλά, καλώς;
NOUN: πηγάδι, φρέαρ, πηγή;
ADJECTIVE: υγιής;
VERB: αναβλύζω;
USER: καλά, καλώς, και, επίσης, καθώς, καθώς
GT
GD
C
H
L
M
O
were
/wɜːr/ = USER: ήταν, είχαν, ήσαν, οι, οι
GT
GD
C
H
L
M
O
what
/wɒt/ = PRONOUN: τι, τις, ποιός, ποσόν;
USER: τι, αυτό, αυτό που, ποια, ποια
GT
GD
C
H
L
M
O
when
/wen/ = CONJUNCTION: όταν, άμα;
ADVERB: πότε;
USER: όταν, κατά, κατά την, πότε, πότε
GT
GD
C
H
L
M
O
where
/weər/ = CONJUNCTION: όπου;
ADVERB: που;
USER: όπου, που, όταν, εφόσον, εφόσον
GT
GD
C
H
L
M
O
whether
/ˈweð.ər/ = CONJUNCTION: αν, εάν, είτε;
USER: αν, εάν, είτε, κατά πόσον, πόσον
GT
GD
C
H
L
M
O
which
/wɪtʃ/ = PRONOUN: ο οποίος, ποιός;
USER: ο οποίος, που, οποία, η οποία, οποίο, οποίο
GT
GD
C
H
L
M
O
white
/waɪt/ = NOUN: λευκό;
ADJECTIVE: λευκός, άσπρος;
USER: λευκό, λευκός, άσπρο, λευκή, λευκά, λευκά
GT
GD
C
H
L
M
O
will
/wɪl/ = USER: will-, will, would, shall, βούληση, θέληση, διαθήκη;
VERB: θέλω, διαθέτω, δίνω για διαθήκη;
USER: θα, θα είναι, βούληση, θέληση, θέληση
GT
GD
C
H
L
M
O
wired
/waɪəd/ = VERB: εφοδιάζω με σύρματα, συνδέω με σύρματα, τηλεγραφώ;
USER: ενσύρματο, ενσύρματη, ενσύρματα, ενσύρματες, ενσύρματη σύνδεση
GT
GD
C
H
L
M
O
wisdom
/ˈwɪz.dəm/ = NOUN: σοφία, φρόνηση, σύνεση;
USER: σοφία, φρόνηση, σοφίας, τη σοφία, η σοφία
GT
GD
C
H
L
M
O
with
/wɪð/ = PREPOSITION: με, μαζί, μετά, συν;
USER: με, με το, με την, με τις, με τα, με τα
GT
GD
C
H
L
M
O
working
/ˈwɜː.kɪŋ/ = ADJECTIVE: εργαζόμενος;
NOUN: τρόπος εργασίας;
USER: εργασίας, εργάσιμες, που εργάζονται, εργάζονται, εργάζεται
GT
GD
C
H
L
M
O
works
/wɜːk/ = NOUN: εργοστάσιο;
USER: έργα, λειτουργεί, εργάζεται, δουλεύει, εργοστασίου, εργοστασίου
GT
GD
C
H
L
M
O
world
/wɜːld/ = NOUN: κόσμος, υφήλιος, σύμπαν;
USER: κόσμος, κόσμο, κόσμου, παγκοσμίως, παγκόσμια, παγκόσμια
GT
GD
C
H
L
M
O
worldwide
/ˌwɜːldˈwaɪd/ = ADJECTIVE: παγκόσμιος;
USER: παγκόσμιος, όλο τον κόσμο, σε όλο τον κόσμο, παγκοσμίως, παγκόσμια
GT
GD
C
H
L
M
O
worry
/ˈwʌr.i/ = NOUN: ανησυχία, στενοχώρια, μπελάς, σκοτούρα;
VERB: ανησυχώ, στενοχωριέμαι, παιδεύω, στενοχωρούμαι, στενοχωρώ, βασανίζω, σκοτίζω, σκοτίζομαι;
USER: ανησυχία, ανησυχώ, ανησυχείτε, ανησυχούν, ανησυχείς
GT
GD
C
H
L
M
O
would
/wʊd/ = USER: would-, will, would, shall;
USER: θα, θα ήταν, κάνατε, θα μπορούσε, θα μπορούσε
GT
GD
C
H
L
M
O
writer
/ˈraɪ.tər/ = NOUN: συγγραφέας, γράφων, γραψάς, συντάκτης κείμενου;
USER: συγγραφέας, συγγραφέα, εγγραφής
GT
GD
C
H
L
M
O
wrote
/rəʊt/ = VERB: γράφω, συνθέτω, συγγράφω;
USER: έγραψε, έγραψε τις, έγραψαν, έγραφε, έγραψα
GT
GD
C
H
L
M
O
years
/jɪər/ = NOUN: έτος, χρόνος;
USER: χρόνια, έτη, ετών, χρονών, χρονών
GT
GD
C
H
L
M
O
yielding
/ˈjiːl.dɪŋ/ = NOUN: ενδοτικότητα, παραγωγικότητα, παραγωγικότης, ενδοτικότης;
ADJECTIVE: υποχωρητικός;
USER: αποδίδοντας, δίδοντας, παρέχοντας, δίνοντας, αποδίδει
GT
GD
C
H
L
M
O
you
/juː/ = PRONOUN: εσείς, εσύ, σείς, σύ;
USER: εσείς, εσύ, σας, μπορείτε, που, που
GT
GD
C
H
L
M
O
young
/jʌŋ/ = ADJECTIVE: νέος, νεαρός;
NOUN: νιάτα, νεογνό ζώου;
USER: νέος, νεαρός, μικρά, νεαρή, νέων, νέων
GT
GD
C
H
L
M
O
your
/jɔːr/ = PRONOUN: váš, svůj, tvůj;
USER: σας, σου, σας για, το, το
GT
GD
C
H
L
M
O
zoo
/zuː/ = NOUN: ζωολογικός κήπος;
USER: ζωολογικός κήπος, ζωολογικό κήπο, ζωολογικού κήπου, zoo, ζωολογικών κήπων
692 words